Βρέθηκα μεταξύ των θεατών στη παράσταση «Να ξέρετε πως αυτό που ακούτε είναι σφύριγμα τρένου» σε σκηνοθεσία Νίκου Μαρνά και Γιώργου Γκιόκα στο Θέατρο In Situ. Πρόκειται για έργο του δημοφιλούς θεατρικού συγγραφέα και ακτιβιστή, Θανάση Τριαρίδη, ο οποίος παρίστατο στη πρεμιέρα προκειμένου να χαρίσει την προσωπική του ματιά επί του κειμένου και της σύγχρονης ζοφερής πραγματικότητας, αλλά και να μοιράσει λόγια αγάπης και θαυμασμού για την υπέροχη ομάδα που καταπιάστηκε με το έργο του.
Παρατηρώντας εδώ και κάποια χρόνια το διαδικτυακό «παρών» του συγγραφέα, αλλά και την διαρκή του παρουσία στο θεατρικό γίγνεσθαι της χώρας, μιας και πέρυσι είχα παρακολουθήσει ένα άλλο ενδιαφέρον έργο του, το «Lebensraum ή Ζωτικός χώρος», ήμουν σε ένα βαθμό προϊδεασμένος για το τι έμελλε να παρακολουθήσω. Ο Τριαρίδης φροντίζει κάθε φορά να επιμεληθεί τα θεατρικά του «παιδιά» με τέτοιον τρόπο, ούτως ώστε να υφάνει τεχνηέντως ένα υφαντό απέναντι στην λησμονιά, ίδιον του ελληνικού λαού. Ο αμιγώς ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας των έργων του ήταν ευδιάκριτος και στο έργο που είδα, υπενθυμίζοντας με τον καταλληλότερο τρόπο τις κτηνωδίες που διαπράττονται σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, πολλώ δε μάλλον στο Αιγαίο.
Όλη η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται εντός των αποπνικτικών τεσσάρων τοίχων ενός γραφείου, κατά τη διάρκεια μιας αδιευκρίνιστης χρονολογίας, για εύλογη θεωρώ αιτία. Στο «Γραφείο 24», ένας υπάλληλος είναι καθισμένος και πληκτρολογεί σε έναν υπολογιστή παλαιάς κοπής με το θρυλικό πλέον «κουτί» από πίσω. Μια πράσινη λάμψη εκπέμπεται από την οθόνη, δημιουργώντας έτσι μια αλλόκοσμη ατμόσφαιρα. Το πράσινο χρησιμοποιείται -κυρίως στον κινηματογράφο- για να συμπληρώσει την ταυτότητα ενός ανταγωνιστή, του «κακού» της ιστορίας, όπως στις ταινίες της Ντίσνεϋ, στον «Μάγο του Οζ» με την «Κακιά Μάγισσα της Δύσης» και σε άλλα αναρίθμητα παραδείγματα. Έχοντας στον νου μου τη συγκεκριμένη θεατρική συνθήκη και τον τίτλο της παράστασης, περίπου αντιλήφθηκα περί τίνος επρόκειτο.
Το κουβάρι της υπόθεσης ξετυλίγει με την άφιξη του ένας δεύτερος, νεότερος υπάλληλος, άρτι αφιχθείς από τη σχολή του ούτως ώστε να λάβει το βάπτισμα του πυρός, μεταφορικά και κυριολεκτικά, να εκπαιδευτεί για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της δουλειάς. Ο μέχρι τώρα ανώνυμος υπάλληλος συστήνεται ως «Τσάμπι», παρατσούκλι που του είχαν δώσει συνάδελφοί του λόγω της αγάπης του στο τραγούδι «Let’s twist again», του Αμερικάνου τραγουδιστή και χορευτή Τσάμπι Τσέκερ. Ο «Τσάμπι» βαφτίζει ως «Χίτσκοκ» τον νέο υπάλληλο, μιας και ο δεύτερος φαίνεται να έχει εκτενή γνώση του αμερικανικού κινηματογράφου. Οι δύο ήρωες, αν και φαινομενικά αντίθετοι, μοιράζονται το ίδιο στυλ ένδυσης. Φορούν πουκάμισα, γραβάτες, αλλά ο «Χίτσκοκ», αντί για μακρύ υφασμάτινο παντελόνι, φορά κοντό παντελονάκι και μαύρες κάλτσες σχεδόν μέχρι το γόνατο, ίσως για να δηλωθεί το νεαρό της ηλικίας.
Σε μία στιγμή του έργου, μια φιγούρα ντυμένη με στολή κινδύνου, από εκείνες τις τρομακτικές και φρικαλέες στολές που χρησιμοποιούνται σε καταστάσεις διαχείρισης επικίνδυνων υλικών, μπαίνει στην σκηνή προσεκτικά, σαν να εισέρχεται σε ένα άκρως τοξικό περιβάλλον, και αναποδογυρίζει το καφάσι με πορτοκάλια που κρατά. Μου άρεσε ιδιαίτερα η σκέψη που θέλει την εταιρία να πετά πορτοκάλια στους υπαλλήλους της, χαρίζοντας τους έτσι μόνο ενέργεια, βιταμίνη C και όχι D, εφόσον βρίσκονται νυχθημερόν στο γραφείο και δεν τους βλέπει ο ήλιος. Η εταιρία αντιμετωπίζει το ανθρώπινο δυναμικό της μονάχα ως μηχανές που απαιτούν ενέργεια, η μόνη απαίτηση που τους επιτρέπεται να έχουν, παραβλέποντας κάθε τι άλλο. Το τοξικό περιβάλλον στο οποίο αναφέρθηκα πριν έχει κανονική σάρκα και οστά. Μολονότι δεν υπάρχουν στον χώρο χημικά απόβλητα ή ρυπογόνες ουσίες, οι πράξεις των υπαλλήλων καταμαρτυρούν πλήρως τη τοξικότητα που μπορεί να δημιουργηθεί στην ανθρώπινη ψυχή μόλις αυτή ξεχάσει το δώρο και την υποχρέωση που της έχει δοθεί.
Ο τρίτος χαρακτήρας της υπόθεσης είναι και ο καταλύτης που δένει νοηματικά τους άλλους δύο ήρωες και απαντά έμμεσα σε ορισμένα από τα ερωτήματα που ίσως έχουν δημιουργηθεί στους θεατές. Ως άλλος «νυμφίος», έρχεται πασιχαρής ο «Διευθυντής» της υπηρεσίας, ένας κλασικός γιάπης με κοστούμι, ψευδή αίσθηση ανωτερότητας, σαρδόνιο και δαιμονικό χαμόγελο, ο οποίος κρατά «σκήπτρο» που του δίνει δύναμη και τον ξεχωρίζει από την πλέμπα των υπαλλήλων. Το εν λόγω σκήπτρο σήμερα, αλλά και στο έργο, δανείζεται την μορφή ενός μπαστουνιού γκολφ, αν κάποιος αναλογιστεί ότι σε εκείνα τα γήπεδα αποφασίζεται η τύχη της πλειονότητας του πληθυσμού. Τελευταία και διόλου αμελητέα λεπτομέρεια στην εμφάνιση του διευθυντή είναι το πανωφόρι του. Ένα λεπτό παλτό ζέβρας, όπως φορούσαν οι αιμοσταγείς πολέμαρχοι στις περιόδους που ζούσαν. Εξαιρετική προσθήκη μέσω της οποίας διαφαίνεται πως ο χαρακτήρας αυτός όχι μόνο δεν διστάζει να φορέσει το δέρμα ενός σκοτωμένου ζώου, αλλά το κάνει με υπερηφάνεια για να δηλώσει το κοινωνικό του στάτους. Η πράξη του αυτή δεν βαραίνει απευθείας τον ίδιο με την δολοφονία του ζώου, ωστόσο δεν διστάζει ούτε στιγμή να καρπωθεί την όποια επιτυχία του φέρει αυτή του η κίνηση. Όλη του η εμφάνιση σκιαγραφεί έναν άνθρωπο βιτρίνα, ένα παραπέτασμα που κρύβει χαοτική ενέργεια.
Το γραφείο όπου βρίσκονται οι δύο ήρωες είναι η «Υπηρεσία Ανευρεθέντων Αντικειμένων», της οποίας η χρησιμότητα ορίζεται αποκλειστικά από τις επιταγές της εποχής, επιταγές που έρχονται από «άνωθεν», από άλλους ανθρώπους με πουκάμισο, οι οποίοι όμως φορούν και σακάκι. Δεν θέλω να γράψω περισσότερα για να μην προδώσω το νόημα του έργου. Θα γράψω μόνο ότι το πεδίο έρευνας που απασχολεί την υπηρεσία εκτείνεται προς την θάλασσα, τόσο στην επιφάνεια όσο και στον βυθό της. Το έργο που επιτελεί είναι να περισυλλέξει τα ακαθόριστα, επιπλέοντα… αντικείμενα.
Βρήκα ιδιαιτέρως ευφυή και εύστοχη την χρήση του τραγουδιού «Let’s twist again». Το ρήμα, πλαισιωμένο από τη θεατρική συνθήκη, αποκτά διττή σημασία. «Twist» στα ελληνικά σημαίνει «στρέφω». Οι χαρακτήρες του έργου, με την ίδια ευκολία που στρέφουν τα πόδια τους για να χορέψουν, στρέφουν και την ίδια την πραγματικότητα κατά το δοκούν. Χορεύουν ανέμελα και ξέφρενα επί πτωμάτων, αδιαφορώντας για τον αντίκτυπο που μοιραία θα έχουν οι ενέργειες τους. Ο Τριαρίδης φέρνει ξανά και ξανά στο επίκεντρο ένα ζήτημα που οφείλει πάντοτε να απασχολεί, κι ας είναι σκοτεινό και μακάβριο. Ο πάσης φύσεως φασισμός δεν έχει εκλείψει ακόμα, ίσως και να μην εκλείψει ποτέ, αλλά οι οδυνηρές του συνέπειες είναι πέρα για πέρα υπαρκτές. Ο Χίτλερ ήταν ένας άνθρωπος όπως όλοι οι άλλοι, όχι ένα υπερφυσικό τέρας βγαλμένο από το μυαλό του Χ.Φ. Λάβκραφτ. Το σκοτάδι που ελλόχευε μέσα του μπορεί να υπάρξει σε καθέναν από εμάς. Όπως αναφέρεται και στο έργο, το τραγούδι που ακούμε δεν είναι απλά ένα τραγούδι, είναι σφύριγμα τρένου. Ένα τρένο που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς τα πάνω μας, πανέτοιμο να γεμίσει με καπνό και κάρβουνο την πλάση, να κάψει οτιδήποτε όμορφο και. Ένα μέλλον που είναι ήδη παρόν και χαρακτηρίζεται δυστοπικό.
Συγχαίρω όλους τους συντελεστές του έργου και ειδικά τους ηθοποιούς. Από ο,τι πληροφορήθηκα, είναι η πρώτη τους δουλειά στο θέατρο και αυτό πολλαπλασιάζει τα εύσημα που τους αξίζουν. Ο Νίκος Στεργιώτης ως «Τσάμπι» ενσαρκώνει θαυμαστά έναν άνθρωπο που υφίσταται εσωτερική σύγκρουση, ο Νίκος Μαρνάς, εκτός από τον ρόλο ενός εκ των σκηνοθετών, εμφυσεί ζωή στον «Χίτσκοκ», προσπαθώντας επιτυχώς να χωρέσει στο καλούπι ενός χαρακτήρα που τον ετοιμάζουν για το αναγκαίο κακό, ο Λεωνίδας Μπακάλης έκλεψε κάθε σκηνή στην οποία εμφανιζόταν, με τον «Διευθυντή» να φέρνει το πολυπόθητο «φως» ως άλλος Εωσφόρος, έτοιμος να εφαρμόσει την κατά τα άλλα σκοτεινή του ατζέντα.
Γράφει ο Βασίλης Τσερτσίδης