Ο Γιάννης Νταλιάνης έχει έναν ιδιαίτερα μειλίχιο τρόπο να εκφράζει τις σκέψεις του, δημιουργώντας έτσι την ιδανική ατμόσφαιρα για μία συζήτηση εφ’ όλης της ύλης. Συμπρωταγωνιστεί στην παράσταση «Δύο πορτοκάλια για τα Χριστούγεννα», σε κείμενο και σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μάρκελλου, στο Θέατρο Αυλαία. Κουβεντιάσαμε για απολυταρχικά καθεστώτα, τον ουροβόρο όφη που γεννά η βία, τις συνέπειες μετά την πτώση του Τσαουσέσκου και τον ευαίσθητο ψυχισμό τραυματισμένων ανθρώπων.
«Δύο πορτοκάλια για τα Χριστούγεννα», η γενναιόδωρη πράξη φιλευσπλαχνίας της Έλενας Τσαουσέσκου στους πολίτες της δικτατορικής Ρουμανίας. Ποιος είναι ο κεντρικός θεματικός άξονας του έργου και ποια δύναμη ωθεί τους τρεις χαρακτήρες να συναντηθούν;
Πρόκειται για μία κορυφαία στιγμή στην ιστορία της Ρουμανίας, η πτώση του καθεστώτος Τσαουσέσκου, η οποία δεν αφορά μόνο τον λαό της Ρουμανίας, αλλά και όλους τους ανθρώπους. Όλη η παράσταση λειτουργεί σαν παράδειγμα για τις σχέσεις των ανθρώπων, τις σχέσεις ανάμεσα στην οικογένεια, στα ζευγάρια, γενιικά τις σχέσεις που στηρίζονται σε πολλά μυστικά και ψέματα που κρύβουμε ο ένας από τον άλλον. Επίσης, ένα από τα θέματα της παράστασης είναι και η αποκάλυψη των μυστικών που αποκαλύπτονται σιγά σιγά μετά την κατάρρευση μίας δικτατορίας. Αυτή η βίαιη, εκρηκτική στιγμή, η οποία είναι αποτέλεσμα της καταπίεσης που προϋπήρχε για πολλά χρόνια, είναι και ο πυρήνας του έργου που σκέφτηκε και συνέθεσε ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος, έχοντας πολλά στοιχεία ντοκουμέντου. Ο ίδιος, μαζί με την Ελένη Στεργίου, πήγε στην Ρουμανία και έκανε ένα ολόκληρο οδοιπορικό. Αρχικά, είχε άλλα πλάνα. Σκόπευε να δημιουργήσει διαφορετικούς ήρωες από αυτούς που υπάρχουν τώρα, αλλά στην πορεία του προέκυψε ο «Βλάντ», ένας από τους ήρωες, αυτός που ενσαρκώνω εγώ, ο άνθρωπος που του είπε κάποια πράγματα τόσο αποκαλυπτικά που τον «ανάγκασε» να αλλάξει πορεία και αποφάσισε να κινηθεί βάσει της ιστορίας του Βλαντ.
Ο χαρακτήρας που υποδύεστε, ο Βλάντ, βασίζεται σε ένα υπαρκτό πρόσωπο. Ποιες είναι οι δυσκολίες που προκύπτουν όταν ένας ηθοποιός καλείται να ενσαρκώσει ένα άτομο που υπήρξε στ’ αλήθεια;
Πάντοτε είναι ένα ζήτημα. Σε κάθε περίπτωση, επειδή ο συγκεκριμένος χαρακτήρας του Βλάντ δεν είναι τόσο γνωστός σε εμάς όπως ο Λένιν ή ο Μουσολίνι, οι οποίοι έχουν γνωστά φυσιογνωμικά στοιχεία, ο ηθοποιός που τον ενσαρκώνει δεν είναι υποχρεωμένος να δημιουργήσει μία εικόνα που ανταποκρίνεται πιστά στην πραγματικότητα. Αυτό που πρέπει να κρατήσει και να μελετήσει, όπως και γενικά σε κάθε ρόλο που είναι προϊόν σκέτης μυθοπλασίας, είναι ο ψυχισμός, η ψυχική διάθεση, ο τρόπος με τον οποίον κινείται, σκέφτεται, δρα και αντιδρά ο ήρωας. Αυτή είναι η προτεραιότητα.
Πρόκειται για το 4ο έργο του συγγραφέα, σκηνοθέτη και ηθοποιού, Κωνσταντίνου Μάρκελλου. Τι σας παρακίνησε ώστε να πείτε το «ναι», ποια τα πρώτα συναισθήματα κατά την ανάγνωση του έργου;
Με τον Κωνσταντίνο συζητούσαμε γενικότερα και στο παρελθόν για μία συνεργασία, μου είχε πει την ιδέα του για την συγκεκριμένη παράσταση. Τον ρόλο που υποδύομαι εγώ τώρα προηγουμένως ενσάρκωνε ο Ανδρέας Νάτσιος, ο οποίος ήταν εξαιρετικός. Όταν ο Ανδρέας είχε μία ανειλημμένη υποχρέωση με το Εθνικό Θέατρο, εφόσον υπάρχει το «ασυμβίβαστο» που δεν επιτρέπει σε έναν ηθοποιό να παίζει στο Εθνικό και σε κάποιο άλλο θέατρο, τα παιδιά πρότειναν σε εμένα να συμμετάσχω στην παράσταση. Πήγαινε πάρα πολύ καλά και ήταν προγραμματισμένο να ολοκληρωθεί ο κύκλος των παραστάσεων, ωστόσο είχε πολύ θετικό αντίκτυπο στους θεατές και αποφασίστηκε η συνέχεια της. Διάβασα το έργο, είδα την παράσταση και μου κέντρισε το ενδιαφέρον και ο ρόλος, αλλά και η παράσταση στην ολότητα της. Με άφησε συγκινημένο, είδα τον κόσμο που έβλεπε ζεστά το έργο, τις σκέψεις και τα συναισθήματα που περνούσαν από το μυαλό του μετά το τέλος της παράστασης. Παρότι ο ρόλος ήταν πολύ δύσκολος και είχε προηγηθεί πολύ μεγάλη δουλειά για να φτάσει όπου έφτασε, αποφάσισα να μπω σε αυτή την ιστορία και να δουλέψουμε με την δική μου εκδοχή τον Βλαντ. Δεν υπήρξε αλλαγή στον χαρακτήρα, αλλά σίγουρα, όταν αλλάζει ο ηθοποιός, αφουγκράζεται και ο σκηνοθέτης, ο Κωνσταντίνος εν προκειμένω, τα στοιχεία και την ποιότητα του νέου ηθοποιού. Ο Κωνσταντίνος ανήκει σε εκείνη την «σχολή» που θέλει τις παραστάσεις να συνεχίσουν να δουλεύονται παρότι έχει περάσει η πρεμιέρα τους. Φυσικά και είναι έτοιμη, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει δουλειά ούτως ώστε να υπάρχει και εξέλιξη. Είναι κάτι ζωντανό που αναπνέει και εξελίσσεται.
Άλλωστε, αυτή η τακτική θυμίζει και το «γηράσκω αεί διδασκόμενος»
Ακριβώς, πολύ σωστά. Αυτό έγινε και θα γίνει και στην Θεσσαλονίκη. Ο καινούργιος χώρος και το κοινό προσφέρουν πολύτιμη ανανέωση. Το θέατρο χρειάζεται όχι μόνο προσαρμογή, αλλά και ανανέωση.
Τα τραύματα και τα φαντάσματα του παρελθόντος ταλαιπωρούν την πλειονότητα των ανθρώπων, ενίοτε στερώντας τους την δυνατότητα συνειδητοποίησης ενός πεπερασμένου χρόνου ζωής. Ποια θεωρείτε πως είναι η κύρια αιτία για αυτή την αδυναμία να προχωρήσουμε παρακάτω;
Η τάση του ανθρώπου είναι η αδράνεια, η οποία συγκρούεται με την εξερεύνηση, με το πνεύμα της δοκιμής, του ρίσκο, της αλλαγής. Αυτό το πράγμα είναι που μας κάνει να προτιμούμε να συντηρηθούμε και να μην χάσουμε τα κεκτημένα. Από την άλλη, η ανθρωπότητα εξελίσσεται και προχωράει, χωρίς να το κάνει εύκολα. Οι αλλαγές συμβαίνουν όταν φτάσει ο κόμπος στο χτένι. Όσον αφορά στους χαρακτήρες του έργου, μυστικά του παρελθόντος και μυστικά ενός ολόκληρου έθνους πολλές φορές αφήνουν οδυνηρές πληγές που δύσκολα αντιμετωπίζονται. Ο κόσμος προτιμά να ξεχνά. Δεν ξεχνά ουσιαστικά όμως, διότι τα έχει ακόμα μέσα του και τον βασανίζουν. Το έργο ξεκινά με αυτή την φράση: «Έχω δύο σφαίρες που κοιμούνται μέσα μου», λέει ο Βλάντ, ο οποίος δέχτηκε εφτά σφαίρες, όταν πυροβολούσαν μέσα στο Βουκουρέστι οι ελεύθεροι σκοπευτές. Δέχτηκε μία σειρά από σφαίρες, κάποιες αφαιρέθηκαν από το σώμα του, ενώ κάποιες άλλες όχι, παρέμειναν μέσα στο σώμα του. Είναι ένα συγκλονιστικό πράγμα, συγχρόνως είναι και συμβολικό. Ο Βλάντ έχει μάθει να ζει με αυτές τις σφαίρες του παρελθόντος.
Ίσως αυτές οι δύο σφαίρες θα μπορούσαν να παραλληλιστούν με το ζεύγος Τσαουσέσκου, σαν να είναι οι δύο πληγές που δεν επουλώνονται ποτέ.
Επειδή το κείμενο είναι πολύ γνήσιο και βγαλμένο μέσα από πραγματική σκέψη και αίσθηση, γεννάει στους θεατές πολλά πράγματα, όπως αυτό το ενδιαφέρον που αναφέρατε τώρα και δεν είχαμε σκεφτεί. Αυτό είναι το ωραίο της υπόθεσης. Πολλοί θεατές κάνουν συνειρμούς και υποθέτουν πράγματα που είτε σχεδιάσαμε είτε όχι. Επίσης, έχει ενδιαφέρον το τι σκέφτονται Ρουμάνοι θεατές που βλέπουν την παράσταση, έχουν έρθει πολλοί θεατές από την Ρουμανία για να την παρακολουθήσουν, μιας και η παράσταση δεν περιορίζεται στο στενό τοπικό πλαίσιο. Δικτατορίες και απολυταρχικά καθεστώτα έχουμε ζήσει και στην δική μας χώρα και καθένας κάνει τις αντιστοιχίες του.
Υπάρχει πιθανότητα η παράσταση να ταξιδέψει στη Ρουμανία;
Ναι, βεβαίως. Έχει κινηθεί ένα αρκετά μεγάλο ενδιαφέρον. Μάλιστα, μία αξιόλογη Ρουμάνα συγγραφέας και λογοτέχνης έχει ήδη μεταφράσει το έργο, πράγμα πολύ δύσκολο διότι η γλώσσα τους είναι δύσκολη.
Σε καταστάσεις επιβολής εξουσίας και απολυταρχικών καθεστώτων, ενίοτε δεν φταίει μονάχα ο δυνάστης, αλλά και ο δυναστευόμενος. Συχνά γίνεται λόγος για ανθρώπους που οικειοθελώς παραμένουν σε δεσμά χωρίς να θέλουν να τα αποτινάξουν. Θεωρείτε πως, εάν σήμερα, σε πολιτισμένες χώρες του δυτικού κόσμου, παρουσιάζονταν αδιάσειστα στοιχεία που αποδείκνυαν την ύπαρξη μιας κατ’ επίφασιν δημοκρατίας, θα υπήρχε η προοπτική για αλλαγή, με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται;
Η απάντηση μου είναι δυστυχώς αρνητική. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι, αν δεν φτάσει το μαχαίρι στο κόκκαλο, είναι δύσκολο να εξεγερθούν μόνο μέσα από σκέψεις και θέσεις. Ο άνθρωπος πρέπει να νιώσει στο πετσί του, στο ίδιο του το σώμα, αυτή την απειλή ώστε να αντιδράσει. Αυτό βλέπουμε, αυτό βλέπαμε πάντα. Είτε ο πόλεμος θα φέρει την επανάσταση είτε το αντίστροφο. Θα πρέπει να συμβεί κάτι ακραίο για να αντιδράσει ο άνθρωπος, του οποίου φυσική τάση είναι να βολεύεται. Δεν κινούν οι ιδέες τα πράγματα, αλλά η ανάγκη.
Η βία πολλές φορές δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο, με το θύμα να μετατρέπεται σε θύτης, ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό ενδεχομένως λόγω τύψεων κι ενοχών, δίχως να έχει πλήρη επίγνωση των πράξεων του. Ανήκουν οι χαρακτήρες του έργου ή και οι επιζήσαντες πολέμου ή δικτατορικού καθεστώτος σε αυτήν την κατηγορία;
Θα έλεγα ότι οι τρεις χαρακτήρες του έργου, όπως έχουν πλαστεί από τον Κωνσταντίνο Μάρκελλο, έχουν μέσα τους καλές δυνάμεις. Παρότι και οι τρεις έχουν υποστεί συνέπειες σκληρών ανθρώπων και καταστάσεων, δεν έχουν αντιδράσει επιθετικά και βίαια απέναντι στο περιβάλλον τους. Απλώς, δεν έχουν ανοίξει την ψυχή τους για να αντιμετωπίσουν την αλήθεια, κάτι που από τη φύση του είναι πολλές φορές οδυνηρό. Δεν έχουν φτάσει σε σημείο να γίνουν ακραία επιθετικοί ή να καταπιέσουν άλλους ανθρώπους, το έχουν κάνει μέχρι έναν βαθμό απέναντι στον ίδιο τους τον εαυτό. Η βία που είχε συσσωρευτεί μέσα τους στράφηκε προς την ίδια τους την προσωπικότητα, κάτι που δεν είναι λίγο.
Υπάρχουν κάποια μελλοντικά σχέδια προς ανακοίνωση, ειδικά τώρα που πλησιάζει και το καλοκαίρι;
Το καλοκαίρι θα συνεργαστώ στην Επίδαυρο με την Μαρία Πρωτόπαππα, ως σκηνοθέτη, για την «Ανδρομάχη» του Ευρυπίδη, με την οποία παράσταση θα έρθουμε και στην Θεσσαλονίκη. Η Επίδαυρος και εν γένει το αρχαίο δράμα είναι πάντοτε μία σημαντική στιγμή για έναν ηθοποιό. Για τον χειμώνα υπάρχουν διάφορα σχέδια, εκπονώ κάτι τώρα, αλλά θα ανακοινωθεί σε έναν δεύτερο χρόνο. Πρόκειται για μία σύγχρονη ματιά πάνω σε ένα αριστούργημα του Ντοστογιέφσκι.
Συνέντευξη: Βασίλης Τσερτσίδης