ΕΠΙΚΑΙΡΑ

6/recent/ticker-posts

Βάνα Πεφάνη: Ανέκαθεν με ενδιέφερε η άγνωστη «πίστα»


Η Βάνα Πεφάνη είναι από τους σπάνιους πλέον ανθρώπους που μπορούν να μιλούν επί ώρες για τη ζωή, τη τέχνη, τον έρωτα, τη μοναξιά, τον άνθρωπο εν γένει. Σκηνοθετεί τη παράσταση «Φθινοπωρινή Ιστορία» στο ανακαινισμένο θέατρο «Αλέκος Αλεξανδράκης», ένα έργο πάντοτε επίκαιρο και αμιγώς ανθρωποκεντρικό. Της είμαι ευγνώμων για την ιδιαίτερη συζήτηση που είχαμε!

Σε τι διαφέρει η «Φθινοπωρινή Ιστορία», το σπουδαίο έργο του Αλεξέι Αρμπούζωφ, από ένα κλασικό ρομάντζο;

Σε πολλά. Κατ’ αρχήν, δεν είναι μία συνηθισμένη ερωτική ιστορία, γεγονός που είναι εμφανές παραπάνω στη παράσταση μας παρά στο ίδιο το έργο. Το κείμενο του Αρμπούζωφ πραγματεύεται τη σχέση δύο εντελώς διαφορετικών ανθρώπων που, ενώ στην αρχή δεν μπορούν να συνδιαλλαγούν σε κανένα επίπεδο, αργότερα και ενόσω περνούν οι μέρες στη διάρκεια ενός μήνα, αρχίζουν και βρίσκουν κάποια κοινά που τους ενώνουν. Ξεκινούν να χαίρονται την πορεία τους μαζί και στο τέλος μπορούν και βρίσκουν έναν τρόπο «συνάντησης». Υπό κανονικές συνθήκες, όλη αυτή η ιστορία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα κανονικό ρομάντζο. Η παράσταση μας δεν στέκεται σε αυτό. Στέκεται περισσότερο στη μοναξιά των ανθρώπων, ειδικά στη σύγχρονη εποχή. Εστιάζει στο γεγονός ότι η ίδια η κοινωνία προσπαθεί να περιθωριοποιήσει ανθρώπους που βρίσκονται από μία συγκεκριμένη ηλικία και πάνω. Τέλος, στέκεται λίγο παραπάνω στο ότι πρέπει να αδράχνουμε τη στιγμή σε όποια ηλικία κι αν βρισκόμαστε. Να τη βουτάμε από τα μαλλιά. Να τη γευόμαστε, να τη χαιρόμαστε. Συνήθως, οι άνθρωποι που βρίσκονται στο περιθώριο παραιτούνται. Οι συγκεκριμένοι δύο ήρωες του έργου, δύο μεγάλοι, ώριμοι άνθρωποι, παρόλο που η κοινωνία τους έχει τοποθετήσει σε ένα πλαίσιο, έχουν την ευφυία και την ενσυναίσθηση να εκμεταλλεύονται αυτό που τους συμβαίνει τη στιγμή που τους συμβαίνει.

Μιας και αναφέρατε τη λέξη «μοναξιά», θεωρείτε ότι, διανύοντας μία εποχή αμιγώς τεχνολογική και ψηφιακή, έχει χαθεί ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας που ίσχυε –σε όποιον βαθμό κι αν ίσχυε- τα προηγούμενα χρόνια, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να κλειδώνονται στον εαυτό τους;

Είμαι άνθρωπος που αγγίζω καλά την έννοια της τεχνολογίας, δεν είμαι απόμακρη σε σχέση με αυτή. Προσπαθώ να την εκμεταλλεύομαι και για τη ζωή μου, αλλά και για τη δουλειά μου. Αυτό που βλέπω, ειδικά στα νεότερα παιδιά, είναι ότι αφοσιώνονται αποκλειστικά σε αυτή. Βγαίνοντας έξω, είναι πολλές οι φορές που βλέπω παρέες παιδιών να κάθονται δίπλα δίπλα με ανοιχτά κινητά και να μη μιλάνε μεταξύ τους. Μιλάνε μέσω των κινητών. Αυτό μου είναι αδιανόητο. Όταν, λοιπόν, βλέπω τη μοναξιά να αποκτά τεράστιες διαστάσεις ήδη από αυτή τη τόσο μικρή ηλικία, αναρωτιέμαι τι θα συμβεί όταν οι ίδιοι άνθρωποι πατήσουν την ηλικία των 60 και πάνω. Ούτε που μπορώ να το φανταστώ.

Άλλωστε, αυτό είναι ένα «σκηνικό» που προμηνυόταν εδώ και πολλές δεκαετίες μέσα από λογοτεχνικά έργα και μη, απλά δεν αντιλαμβανόμαστε ότι ήδη έχει αρχίσει να «στήνεται».

Πολύ σωστά. Θέλω να τονίσω ότι δεν συμβαίνει μόνο στους άλλους ανθρώπους, αλλά και σε εμένα. Πολλές φορές συνειδητοποιώ πως κάθομαι ώρες ολόκληρες μπροστά στον υπολογιστή, πολλές ώρες απομόνωσης παρέα μαζί με τη τεχνολογία. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ευτυχώς έχω τη δύναμη να το συνειδητοποιώ και να λέω «Ώπα, Βάνα στοπ! Πάρε κάποιον τηλέφωνο, δες κάποιον άνθρωπο» (γελάει)

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι μονάχα δύο βιομηχανίες παγκοσμίως αποκαλούν «χρήστες» τους πελάτες τους»: Η βιομηχανία των ναρκωτικών και η βιομηχανία του διαδικτύου.

Έχετε απόλυτο δίκιο. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι. Είμαστε χρήστες, δεν χωράει αμφιβολία. Όμως, θέλω να πω και κάτι ελπιδοφόρο σε σχέση με τη παράσταση. Παρατηρώ ότι ο κόσμος και ειδικότερα τα νέα παιδιά, όταν βγαίνουν από τη παράσταση, λένε «Επιτέλους και μία παράσταση που μιλάει για κάποιες αξίες που εμείς είτε δεν έχουμε ζήσει είτε έχουμε ξεχάσει». Από ο,τι φαίνεται, η παράσταση θυμίζει στον καθένα -για διαφορετικό λόγο κάθε φορά- κάτι πολύ ανθρώπινο. Είναι τόσο όμορφο να φεύγει ο κόσμος από τη παράσταση και να σου λέει κάτι τέτοιο. 

Ως σκηνοθέτρια της παράστασης, με ποιο τρόπο αποφασίσατε να προσεγγίσετε το έργο ούτως ώστε να διαφοροποιηθεί από προηγούμενες παραγωγές, όπως, για παράδειγμα, εκείνη με την Έλλη Λαμπέτη και τον Μάνο Κατράκη;

Η αρχική σκηνοθετική ιδέα έχει άμεση σχέση με τη τεχνολογία.

Πάλι μπροστά μας αυτή η λέξη (γελάει).

Δεν είναι απίστευτο; (γελάει). Σκέφτηκα πως όλοι οι άνθρωποι επί της ουσίας παίζουμε ένα «παιχνίδι» σε όποιες σχέσεις κι αν έχουμε. Από την αρχή μίας σχέσης μέχρι και το τέλος της, μετά από κάθε συνάντηση ανεβαίνουμε ένα επίπεδο. Οπότε, ακριβώς επειδή το έργο χωρίζεται σε ημέρες, σε κάθε ημέρα υπάρχει και το «level» του παιχνιδιού. Ένας άγνωστος χώρος στον οποίο συναντιούνται δύο άνθρωποι, χωρίς να ξέρουν τι θα βρουν μπροστά τους. Η κάθε γνωριμία, λοιπόν, είναι ένα παιχνίδι, διότι δεν γνωρίζουμε τον άλλον άνθρωπο και τι θα αντιμετωπίσουμε. Αυτό σημαίνει ότι ξεκινάμε εντελώς αθώοι, στη πρώτη «πίστα». Έτσι αποφάσισα να κυλήσει και η πλοκή του έργου, ανεβαίνοντας επίπεδα καθώς περνούν οι μέρες.

Ακούγοντας σας να περιγράφετε τη σκηνοθετική προσέγγιση, μου θύμισε τον ορισμό των βιντεοπαιχνιδιών, όντας ένθερμος οπαδός τους.

Ακριβώς πάνω σε αυτόν τον ορισμό στηρίζεται και η παράσταση. Σε αυτό το σημείο, πρέπει να σας πω ότι κι εγώ υπήρξα παίκτρια βιντεοπαιχνιδιών (γελάει).

Σε ποια κατηγορία εντάσσονται τα βιντεοπαιχνίδια που παίζατε;

Έπαιζα κυρίως «αστυνομικά», κάτι που πάλι θυμίζει και το έργο. Η νοοτροπία του «μπαίνω σε ένα δωμάτιο και πρέπει να βρω τον τρόπο να βγω από αυτό». Σαν περιπέτεια, σαν αστυνομική υπόθεση. Ήμουν από τους πρώτους που έπαιζαν μανιωδώς, γύρω στο 2000. Όταν λέω μανιωδώς, το εννοώ. Για παράδειγμα, έπαιζα ακόμα και μετά από μία παράσταση. Μαζευόμασταν κάποιοι φίλοι και παίζαμε από κοινού. Μέχρι και στο τηλέφωνο συζητούσαμε για το εάν έφτασε κάποιος σε μία συγκεκριμένη πίστα, πώς έλυσε τον γρίφο και τα συναφή.


Πόσο ιδιαίτερο είναι όταν η μία τέχνη επηρεάζει και την άλλη, διότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν θεωρούν ως τέχνη των κόσμο των βιντεοπαιχνιδιών.

Είναι κάτι το πάρα πολύ όμορφο. Γενικά, ανέκαθεν με ενδιέφερε η άγνωστη «πίστα». Και στη ζωή, αλλά και στο παιχνίδι. Το να μπεις σε έναν χώρο και να προσπαθήσεις να βρεις τη καλύτερη λύση για να φύγεις από εκεί και να πας κάπου αλλού. Επίσης, με ενδιαφέρουν και οι εκπλήξεις, ακόμα ένα στοιχείο που συναντάται και στα βιντεοπαιχνίδια.

Αίσθηση μου προκάλεσε η αναφορά του εισαγωγικού σημειώματος της παράστασης στους τρεις διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισης του φθινοπώρου, σαν το φθινόπωρο να αποτελεί πρόκληση...

Ούτως ή άλλως, όλη η ζωή μας δεν είναι μία πρόκληση;

Αδιαμφισβήτητα. Ωστόσο, ως λάτρης του φθινοπώρου και του χειμώνα, αναρωτήθηκα τι θα διαβάσω παρακάτω. Οι δύο πρώτοι σκιαγραφούν ένα μισοάδειο ποτήρι, ενώ ο τρίτος ένα λίγο πιο γεμάτο:

1. Να βλέπεις μελαγχολικά τα φύλλα από τα δέντρα να πέφτουν.

2. Να μαζεύεις τα φύλλα που πέφτουν, γιατί ποιον ενδιαφέρουν σήμερα αυτά τα ενοχλητικά ρομαντικά.

3. Να φαντάζεσαι ότι τα φύλλα από το έδαφος μπορούν μαγικά να επιστρέψουν στα δέντρα.

Επρόκειτο για δική σας προσθήκη ή είναι αυτούσιες προτάσεις του κειμένου;

Είναι δική μου προσθήκη.

Ποια ήταν η συλλογιστική σας πορεία, τι σας παρακίνησε να σκεφτείτε και να γράψετε αυτούς τους τρόπους αντιμετώπισης;

Φθινόπωρο: Μία μελαγχολική περίοδος, για πολλούς ανθρώπους. Ταυτόχρονα, είναι και μία μεταβατική περίοδος. Από τη μία μεριά προηγείται η πολύ ισχυρή εποχή του καλοκαιριού και από την άλλη μία επίσης πολύ ισχυρή, αυτή του χειμώνα. Άρα, μιλάμε για μία μετάβαση. Η μετάβαση υπάρχει και στις ηλικίες. Οπότε, αν θεωρήσουμε ότι, εφόσον υπάρχει μία μελαγχολία όσο μεγαλώνουμε και -κατά συνέπεια- χάνουμε κάποια πράγματα που θα μπορούσαμε να κάνουμε, ενώ ταυτόχρονα ο περίγυρος μας «σκουπίζει» σε μία άκρη,  πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να επανέλθουμε στη ζωή, να ξαναγυρίσουμε σαν φύλλα στο «δέντρο» Ήταν μία αρκετά απλή συλλογιστική πορεία, ίσως βγήκε λίγο πιο ποιητική, αλλά είναι η προσωπική μου άποψη.

Στην απλότητα βρίσκεται η ομορφιά.

Ακριβώς.

Εφόσον το έργο καταπιάνεται και με το –δυστυχώς- πάντοτε επίκαιρο ζήτημα της ηλικίας, τι ή ποιος μας έχει πείσει ότι από μία ηλικία κι έπειτα ο άνθρωπος και η ζωή αρχίζουν να φθίνουν;

Σκεφτείτε ότι είναι και κρατικό το θέμα. Η έννοια της «σύνταξης» δεν είναι απλό ζήτημα. Δεν έχω φτάσει ακόμα σε αυτό το κεφάλαιο, αλλά ξέρω ανθρώπους που σταμάτησαν να δουλεύουν, πήραν σύνταξη και τους δημιουργήθηκε μελαγχολία. Όχι επειδή μπήκαν στη σύνταξη, αλλά επειδή έπαψαν να κάνουν κάτι που τους αρέσει. Εάν η μισή ζωή ενός ανθρώπου είναι η δουλειά του, τι θα κάνει τις ενδεδειγμένες ώρες κατά τις οποίες δούλευε στο παρελθόν, άπαξ και συνταξιοδοτηθεί; Αν δεν έχει επενδύσει και σε άλλους τομείς της ζωής του, σε ενδιαφέροντα ή χόμπι, ξαφνικά μένει μόνος του για τη μισή του μέρα. Δεν είναι λίγο όλο αυτό. Από την άλλη, είναι και η προσωπική μας αντιμετώπιση. Μία τάση για την νεότητα. Την αιώνια νεότητα. Πάση θυσία. «Πρέπει» να είμαστε νέοι, «πρέπει» να είμαστε όμορφοι, «πρέπει» να είμαστε παραγωγικοί. Επίσης, από τη στιγμή που δεν είμαστε τόσο νέοι «πρέπει» να φροντίσουμε να ξαναγίνουμε, με όποιον τρόπο και με όποιο κόστος. Αυτό που προβάλλεται από παντού είναι το να είναι κανείς νέος. Όλη αυτή η κατάσταση μας δείχνει ότι το γήρας, οι ρυτίδες, η έλλειψη αντοχών για πέντε σκάλες παραπάνω –αν και πιστεύω ότι και οι νέοι πλέον δυσκολεύονται να ανέβουν σκάλες- είναι και ο λόγος που μας οδηγεί στο περιθώριο. Από τις πιο απλές αφορμές. Από μία συζήτηση για βόλτα στο βουνό. «Δε μπορείς να το κάνεις, μεγάλωσες». Ποιος είπε ότι δε μπορώ να το κάνω; Θα το κάνω στον χρόνο μου. Και στη τελική, γιατί να μη το κάνω; Φταίμε όμως κι εμείς, κακά τα ψέματα. Πώς απευθυνόμαστε στις γιαγιάδες μας οι οποίες μπορεί να είναι 70 ετών; Λέμε «η γιαγιά», βάζουμε τίτλους. Θεωρούμε ότι η «γιαγιά» δε μπορεί να βάλει ένα τζιν παντελόνι, τι το παίζει τώρα; Πιτσιρίκα; (ειρωνικά). Είναι μεγάλο κρίμα.

Θεωρείτε εγγενή τη τάση των ανθρώπων να υψώνουν τείχη ή πρόκειται για μία φυσιολογική, σταδιακή αντίδραση απέναντι σε έναν δύσκολο και απαιτητικό κόσμο;

Νομίζω ότι γεννιόμαστε ευάλωτοι. Ξεκινάμε τη ζωή μας και είμαστε αθώοι. Κάποια στιγμή, μοιραία αρχίζουν οι «πληγές», τα τραύματα. Σε κανέναν δεν αρέσει να τραυματίζεται, να «αιμορραγεί», να πονά. Από τα σωματικά τραύματα μέχρι και αυτά της καρδιάς και της ψυχής. Τα τείχη υψώνονται χωρίς να το θέλουμε, στη προσπάθεια μας να προστατευτούμε. Ναι μεν είναι άμυνα, μερικές φορές όμως λειτουργούν και επιθετικά. Κάποιοι άνθρωποι το κάνουν πολύ πιο γρήγορα, ενώ άλλοι δε το κάνουν ποτέ, για κάποιον λόγο. Οι τελευταίοι είναι που με ενδιαφέρουν πάρα πολύ. Ανέκαθεν με ενδιέφεραν οι άνθρωποι που ζούσαν έτσι, τους θεωρώ «μεταξωτούς» ανθρώπους. Χαίρονται το γεγονός ότι είναι ευάλωτοι, ότι πεισμώνουν, αλλά εξακολουθούν να είναι αθώοι απέναντι στη ζωή, διότι αλλιώς δε μπορούν να ζήσουν. Άρα, τα τείχη είναι θέμα χαρακτήρα, αλλά πιστεύω πως είναι και θέμα οικογένειας. Κατά πόσο θέλει η οικογένεια ενός ανθρώπου να τον προστατέψει, προτού αρχίσει να αυτοπροστατεύται ο ίδιος. Τα τείχη ναι μεν είναι άμυνα, μερικές φορές όμως λειτουργούν και επιθετικά.

Αντιστέκεστε στο έρεβος που επικρατεί εκεί έξω;

Οφείλω να πω ότι προσωπικά φέτος αποφάσισα να αντισταθώ. Τα προηγούμενα χρόνια, σχεδόν όλες μου οι σκηνοθετικές δουλειές, αλλά και οι δουλειές που με αφορούν ως ηθοποιό, δεν είχαν και πολύ «ελαφριά» θέματα. Πέρυσι έπαιζα στη παράσταση «Democracy» του Ένκε Φεζολλάρι, όπου μιλούσαμε για το πώς έχει καταντήσει η έννοια της δημοκρατίας. Λίγο νωρίτερα, έπαιζα στη «Πόλη» της Λούλας Αναγνωστάκη, ένα επίσης «βαρύ» έργο. Η προηγούμενη σκηνοθετική μου δουλειά ήταν το έργο «Ο αδελφός μου ο Αμαντέους», η ζωή της αδελφής του Μότσαρτ για την οποία κανείς δεν γνωρίζει τίποτα. Η γυναίκα αυτή πέρασε στην αφάνεια λόγω φύλου. Γενικά, ασχολούμαι με πράγματα που μπορώ να χρωματίσω ως μαύρα ή, αν όχι μαύρα, γκρι. Σκούρα, πάντως. Φέτος, αποφάσισα πως θέλω να αναλάβω ένα έργο που να δίνει ελπίδα.

Ένα λευκό έργο;

Ένα έργο που λαμβάνει χώρα σε μαύρα κουτιά του σήμερα, αλλά μπορεί να αλλάξει ριζικά μέσω της ανθρώπινης επαφής. Σε αυτό το μαύρο κουτί ή δωμάτιο, ξαφνικά να δούμε έναν κήπο. Να ακούσουμε μουσικές.

Μπορεί σε αυτό το δωμάτιο με τα μεγάλα και απόρθητα τείχη να υπάρξει πηγαίος, ανιδιοτελής έρωτας;

Φυσικά. Είμαι κάθετη σε αυτό. Εάν απαντήσω πως δεν υπάρχει, πρέπει να ανοίξω τη μπαλκονόπορτα που βρίσκεται απέναντι μου και να πηδήξω από τον πέμπτο όροφο (γελάει). Ποτέ δεν θα ακουστεί κάτι τέτοιο από εμένα. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι μπορεί να υπάρξει τέτοιου είδους έρωτας.

Ειδάλλως, οι ελάχιστοι εναπομείναντες αθεράπευτα ρομαντικοί δεν θα είχαμε λόγο ύπαρξης (γελάει).

Εάν είναι, ας το πάρουμε απόφαση όλοι μαζί να φύγουμε μία ώρα αρχύτερα (γελάει).

Σκηνοθετείτε την Πέμη Ζούνη και τον Σταύρο Ζαλμά.

Τον Σταύρο τον ξέρω και τον θαυμάζω πολλά χρόνια, έχουμε δουλέψει και τηλεοπτικά μαζί. Με τη Πέμη επίσης υπάρχει μία πολύ καλή σχέση, έχουμε αλληλο-σκηνοθετηθεί. Όταν διάβασα το έργο, «είδα» μπροστά μου αυτούς τους δύο συγκεκριμένους ανθρώπους. Είναι μεγάλη χαρά για έναν δημιουργό, για έναν σκηνοθέτη να παίρνει σάρκα και οστά αυτό που φαντάστηκε. Το είχα συζητήσει με τη Πέμη και πήρα πολύ πιο γρήγορα το «ναι» της. Με το Σταύρο είχα μία αγωνία, για να είμαι ειλικρινής. Ήξερα ότι, εάν δεν υπάρξει αυτό το δίδυμο, δεν θα αναλάμβανα το έργο. Τόσο ισχυρή ήταν η εικόνα στο μυαλό μου. Ευτυχώς για εμένα που υλοποιήθηκε τελικά το όραμα μου, διότι οφείλω να ομολογήσω πως έχουν εξαιρετικές ερμηνείες πάνω στη σκηνή. Χαίρομαι πάρα πολύ που συμμετέχουν σε αυτό το έργο, χαίρομαι ως ηθοποιός πια, όχι ως σκηνοθέτις. «Ζηλεύω» αυτό που παράγουν. Ήταν και είναι μία πολύ ευτυχισμένη στιγμή για όλους μας.

Πόσο σημαντικό και τιμητικό είναι για έναν καλλιτέχνη να μιλά τόσο ζεστά για τους ομότεχνους του.

Είμαι σκηνοθέτις, αλλά πάνω από όλα είμαι ηθοποιός. Θέλω να συμπεριφέρομαι στους ηθοποιούς μου όπως ακριβώς θέλω να μου συμπεριφέρεται ο σκηνοθέτης μου όταν παίζω έναν ρόλο. Εκεί δε γίνεται έκπτωση. Κατανοώ πλήρως τις δυσκολίες του να είσαι «πάνω», και τώρα, μετά από όλα αυτά τα χρόνια, κατανοώ και τις δυσκολίες του να είσαι «κάτω». Για εμένα, πρόκειται για το ίδιο «δοχείο». Δεν είμαστε σε χωριστά μέρη, σε αντίπαλα. Βρισκόμαστε στο ίδιο πλαίσιο, στο ίδιο «δωμάτιο».


Γράφει ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΕΡΤΣΙΔΗΣ

Για περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο: Η "Φθινοπωρινή Ιστορία" του Αλεξέι Αρμπούζωφ στο Θέατρο Αλέκος Αλεξανδράκης