Σχεδόν όλη μου τη ζωή ακροβατώ ανάμεσα σε δύο αντικρουόμενες σκέψεις: Αν το σύμπαν, ο επίγειος κόσμος και η καθημερινότητα είναι αποτέλεσμα δαιμονικών συμπτώσεων ή θεϊκού προγραμματισμού. Ακόμη δεν έχω καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, ίσως να μη καταλήξω και ποτέ. Το ίδιο νοητικό μοτίβο επαναλαμβάνεται και στη περίπτωση της παράστασης «Πετριχώρα», στο Θέατρο «Τ», σε σκηνοθεσία Χάρη Θώμου. Η παράσταση βασίζεται στο ευρέως γνωστό δημοτικό τραγούδι «Του Γιοφυριού της Άρτας», κατά το οποίο η Λυγερή, σύζυγος του Πρωτομάστορα, θυσιάζεται προκειμένου να χτιστεί επιτέλους το πολύπαθο γεφύρι, μιας και δεν μπορούσε να παραμείνει ακέραιο όλο το προηγούμενο διάστημα.
Ο «πετριχώρ» ως λέξη μου ήταν γνώριμη εδώ και πολλά χρόνια, εφόσον είμαι ένθερμος οπαδός της κατάστασης που περιγράφει, την οποία και θα εξηγήσω λίγες σειρές πιο κάτω. Σαν μια «βελζεβουλική» σύμπτωση ή θεία προοικονομία αρκετούς μήνες πριν πληροφορηθώ για τη παράσταση, άρχισα να τη παρατηρώ ανά τακτά χρονικά διαστήματα και σε απροσδόκητα σημεία. Στο διαδίκτυο, σε βιβλία, στον Τύπο, ακόμη και στον δρόμο. Η φύση της λέξεως είναι τέτοια που σπανίως συναντάται ή χρησιμοποιείται σε καθημερινές συζητήσεις, εξ ου και ο προβληματισμός μου. Αποκορύφωμα σε αυτή τη πολύμηνη κατάσταση υπήρξε η γνωστοποίηση της παράστασης, όπου και σκέφτηκα πως μάλλον επρόκειτο για οργανωμένο σχέδιο εκ των άνωθεν, δε γνωρίζω ποιος ή ποιοι ή τι βρίσκεται «άνωθεν», αλλά παραείναι πολλές οι συμπτώσεις.
Ως πετριχώρ ορίζεται η χαρακτηριστική μυρωδιά που αναδύεται από το έδαφος της γης μετά από βροχόπτωση. Αυτή η άκρως θεμιτή οσμή που προκαλεί αμφιθυμία, αισθήματα θλίψης, αλλά και ανακούφισης. Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα είναι και η ετυμολογία της λέξης. Προέρχεται από τις λέξεις «πέτρα» και «ιχώρ». Ο ιχώρ κατά την ελληνική αρχαιότητα αποτελούσε το χρυσό αίμα των μυθολογικών θεών, έναντι του συνηθισμένου, θνητού αίματος. Θεωρώ ότι η επιλογή του τίτλου για τη παράσταση δεν έγινε τυχαία από τον σκηνοθέτη, Χάρη Θώμο. Εν προκειμένω, κουμπώνει εξαιρετικά με τη θεματολογία του κειμένου. Το χρυσό υγρό που κυλούσε στις φλέβες βάναυσων και αιμοσταγών θεών, οι οποίοι δεν είχαν πρόβλημα να αποτρέψουν μία ανθρωποθυσία για να χτιστεί η γέφυρα, στα δικά μου μάτια αποτελεί πλέον το αίμα της Λυγερής που πέρασε στην αθανασία. Και μόνο το άκουσμα της λέξης φτιάχνει στο μυαλό μου την εικόνα ενός νατουραλιστικού και μουντού τοπίου, θέτοντας έτσι τις βάσεις για τη παράσταση.
Λίγο πριν μπούμε στην αίθουσα, οι ηθοποιοί της παράστασης μας υποδέχτηκαν στον διάδρομο μετά βαΐων και κλάδων. Μόνο που τα βάια και οι κλάδοι υπήρξαν προτάσεις από το κείμενο, ψίθυροι, σιγανές φωνές που προμήνυαν τα μελλούμενα. Όταν κάθισε και ο τελευταίος θεατής, σχημάτισαν μια γραμμή και ανέβηκαν επί σκηνής διατηρώντας το ίδιο τέμπο ψιθύρων. Ένας ενδιαφέρων τρόπος για να δημιουργηθεί το απαραίτητο κλίμα, ευθύς εξαρχής. Άρχισαν να περιστρέφονται τελετουργικά γύρω από μια ανθρώπινη μορφή στο κέντρο, καλυμμένη με λευκό ύφασμα, με το σώμα της να διαγράφεται εξαιρετικά. Έμοιαζε περισσότερο με στοιχειό παρά με άνθρωπο, διόλου τυχαία.
Ώσπου ξαφνικά, η μορφή απέκτησε φωνή. Μία φωνή που πήγαζε από έναν άλλο κόσμο, μακριά από τον ανθρώπινο. Η φωνή της Ευαγγελίας Μπότση, η οποία και υποδυόταν τη Λυγερή. Έμεινα ενεός από τη ποιότητα στη φωνή της, σπανίως ανατριχιάζω τόσο πολύ σε παράσταση. Λίγα λεπτά αργότερα, όλος ο θίασος μπαίνει κάτω από το ύφασμα και χάνει την ανθρώπινη υπόσταση του. Μετουσιώνεται σε ψυχές που αγκομαχούν για ακρόαση, παλεύουν να ξεφύγουν από το ύφασμα, αλλά μάταια. Μου θύμισε το περίφημο γλυπτό «Ex Nihilo» του Αμερικάνου γλύπτη, Φρέντερικ Χαρτ, το οποίο και σας προτρέπω να αναζητήσετε. Μέχρι και η ονομασία του, δηλαδή «ουδέν εξ ουδενός», συμπορεύεται με τη παράσταση. Σε αυτή τη περίπτωση, η λογική του «τίποτα δεν προέρχεται από το τίποτα» αποκτά μια μακάβρια χροιά. Για να χτιστεί το γιοφύρι, δε χρειάζεται ένα απλό τίποτα, αλλά ένα γιγάντιο κάτι. Μία ανθρώπινη ψυχή.
Κατόπιν ενδελεχούς έρευνας και μελέτης, ο Χάρης Θώμος παρουσιάζει ένα αριστοτεχνικό αποτέλεσμα που φέρνει στο επίκεντρο την αξία της ανθρώπινης ζωής, τη σύγκρουση με παλαιά έθιμα, αλλά και τον ρόλο της μοίρας. Με ένα αφαιρετικό σκηνικό, χρησιμοποιεί ευφυώς τους ηθοποιούς ακόμη και για να τοποθετήσει αντικείμενα πάνω στη σκηνή, με τα σώματα τους να μεταμορφώνονται στα γκρεμισμένα ερείπια της γέφυρας. Εννιά ανθρώπινα σώματα, τρεις στάμνες και ελάχιστα λοιπά αντικείμενα είναι υπεραρκετά για να πλαισιώσουν το κόνσεπτ. Επίσης, ο σκηνοθέτης αντιστρέφει τον ρόλο του χορού, ο οποίος στα αρχαιοελληνικά κείμενα είθισται να προσπαθεί να αποτρέψει την ύβρη, προτού επέλθει η νέμεσις και η τίσις. Εδώ, προτρέπει τον πρωτομάστορα να διαπράξει φόνο για το κοινό καλό.
Κατ’ εμέ, ο χορός έκλεψε τη παράσταση. Με αξιοθαύμαστη χημεία και οργάνωση λειτουργούσαν ως μια φωνή, μια καλοκουρδισμένη, επαγγελματική φωνή. Ξεχωρίζω λίγο παραπάνω την Αριάδνη Κώστα, η οποία, εκτός από μέρος του χορού, ανέλαβε και τον απαιτητικό ρόλο του «πουλιού», τον κόρακα οιωνό κακών μαντάτων. Με άριστη χρήση του εύπλαστου σώματος της και ενός διαρκούς, διόλου ευοίωνου κρωξίματος, κατάφερε να δώσει σάρκα και οστά στο πλάσμα που κουβαλούσε στις φτερούγες του τον θάνατο: «Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει». Με εντυπωσίασε και η μουσική υπόκρουση του έργου, με τον Μάριο Αποστολακούλη να επιμελείται ambient ηχοτοπία, κατάλληλα να φτιάξουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Μολονότι η παράσταση -δικαίως- είναι ήδη sold out μέχρι και το τέλος της, εάν αποφασιστεί παράταση εκ των συντελεστών, συστήνω την ανεπιφύλακτη υποστήριξη της.
Γράφει ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΕΡΤΣΙΔΗΣ
Για περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο: "Πετριχώρα" - Η ιστορία του γιοφυριού της Άρτας» στο Θέατρο Τ