ΕΠΙΚΑΙΡΑ

6/recent/ticker-posts

Είδαμε και προτείνουμε: "Η Μάνα Αυτουνού... Έλλη Ζάχου Ταχτσή" στο Θέατρο Αμαλία

Αρκετούς μήνες πριν, πληροφορήθηκα για τη περιοδεία της παράστασης «Η Μάνα Αυτουνού… Έλλη Ζάχου Ταχτσή», με την Ράνια Σχίζα στον ομώνυμο ρόλο. Όπως ήταν φυσικό, έψαξα να μάθω την ακριβή ημερομηνία της πρεμιέρας στη Θεσσαλονίκη, αδημονώντας να δω περί τίνος επρόκειτο. Συνομιλώντας με την παραγωγή, άκουγα πως έχει γίνει εξαιρετική δουλειά, τόσο από σκηνοθετική άποψη όσο και από ερμηνευτική, οπότε το μόνο που έμενε ήταν να το διαπιστώσω και μόνος μου. Άλλωστε, τα απανωτά sold out σε κάθε πόλη, καθώς και η αγάπη του κόσμου επιβεβαιώνουν και επιβραβεύουν την φροντίδα που δόθηκε για το έργο.

Η παράσταση βασίζεται στο βιβλίο της Κικής Μαυρίδου, έχοντας τον ίδιο τίτλο. Πρόκειται για μια αυτοβιογραφική αφήγηση της μητέρας του γνωστού Έλληνα συγγραφέα της μεταπολεμικής γενιάς, Κώστα Ταχτσή. Η Έλλη Ζάχου, όπως τότε ήταν το πατρικό της επίθετο πριν παντρευτεί, ήταν μια γυναίκα ξένη από την εποχή της. Δεν συμβιβαζόταν, δεν άφηνε το φιλοκάρδι της να τρέμει, προσπαθούσε αδιάκοπα να οικοδομήσει τη δικιά της γωνιά στη γη όπως εκείνη και μόνο εκείνη νόμιζε. Μολονότι ο χαρακτήρας της ήταν ακέραιος, υπήρχαν πολλές στιγμές στη ζωή της για τις οποίες μετάνιωσε ή τουλάχιστον προσπαθούσε να μετανιώσει, κι ας μη τα κατάφερνε λόγω της ανθρώπινης φύσης της. 

Το σκηνικό ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόταν μια τέτοιου είδους παράσταση. Ανύπαρκτο. Όχι λόγω έλλειψης προϋπολογισμού, αλλά λόγω μη αναγκαιότητας του. Ο λόγος μιας πικραμένης μάνας που εξιστορεί την καραβοτσακισμένη της ζωή φτάνει και περισσεύει. Για να ακριβολογώ, υπήρχε μια σκηνική προσθήκη, της οποίας τη χρησιμότητα προσπάθησα ουκ ολίγες φορές να σκεφτώ. Ένα σεντούκι στη μέση της σκηνής, πάνω στο οποίο καθόταν πεισματικά η ηρωίδα. Φλερτάρω με την ιδέα που θέλει το αντικείμενο να αντιπροσωπεύει όλες τις ενοχές που αγκομαχούσε να καταπνίξει η ταλαιπωρημένη γυναίκα, να τις κλειδώσει σε ένα μέρος όπου κανείς δεν θα τις άκουγε να αλυχτούν, ούτε καν η ίδια. Σπανίως άφηνε το σεντούκι για να σηκωθεί ή ανασηκωνόταν ελάχιστα και στιγμιαία ξανακαθόταν. Σε στιγμές εσωτερικού αναβρασμού, δρώντας ως άλλη τραγική ηρωίδα που έτρεχε για να μην την προφτάσει η μοίρα της, κατέληξε να έρθει αντιμέτωπη με αυτή. Ενώ απέφευγε να συμφιλιωθεί με τις τύψεις και τις ενοχές που είχε κλειδαμπαρώσει μέσα στο σεντούκι και καθόταν απάνω τους μήπως και ξεφύγουν, εκείνες έβρισκαν διέξοδο μέσα από το σώμα της, από τη φωνή της. 

Επίσης, οκτώ λάμπες, χωρισμένες σε τετράδες, στα δεξιά και στα αριστερά της ηρωίδας, φώτιζαν και τον παραμικρό της μορφασμό, το τρεμούλιασμα των χειλιών της, το θλιμμένο βλέμμα που έσταζε πικρία. Δεν ξέρω αν ήταν τυχαία η επιλογή του αριθμού των λαμπών, αλλά το οκτώ συναντάται σε πολλές θρησκείες ως ένας ευοίωνος αριθμός, συνδεόμενος με το άπειρο, με τη συνείδηση. Κάπως έτσι το συνέδεσα κι εγώ, με μια ατέρμονη προσπάθεια της Έλλης Ζάχου Ταχτσή να καθαρίσει το μυαλό της, υπό το άπλετο φως που προσπαθούσε να χύσει η καταπιεσμένη της συνείδηση.

Κατ' εμέ, η πιο ενδιαφέρουσα, καλλιτεχνική πινελιά στο έργο ήταν μια λάμπα που κρεμόταν ακριβώς δίπλα από την ηρωίδα και άναψε ελάχιστες φορές κατά τη διάρκεια του έργου, όταν μιλούσε στο μυαλό και τη ψυχή της πρωταγωνίστριας ο αδικοχαμένος γιος της. Συγκινούμαι όταν αναλογίζομαι ότι, παρά την γενικότερη σκοτεινιά που επικρατούσε στη ζωή της, ο Κώστας αποτελούσε τη μοναδική της χαρά, την πηγή φωτός που διέλυε τη μιζέρια, εξ ου και η λάμπα που έκαιγε ενώ όλα τα άλλα είχαν σβήσει μέσα της.

Από τις αγαπημένες μου σκηνές ήταν η αναφορά σε έναν εφιάλτη που έβλεπε ανά τακτά χρονικά διαστήματα ο Κώστας Ταχτσής. Ένας προβολέας από τα αριστερά έλουζε την ηρωίδα, δημιουργώντας έτσι ένα ονειρικό τοπίο, σε πλήρη αντίθεση με τα όσα ειπώθηκαν. Μέσα στο άγχος και τη στεναχώρια, διηγείτο πως μια περιπλανώμενη, αθίγγανη γυναίκα προσπαθούσε να αρπάξει τον Κώστα, προεκτείνοντας όλο και παραπάνω το χέρι της προς εκείνον. Φαντάζομαι πως επρόκειτο για μια πελώρια προοικονομία, το πεπρωμένο που θα στερούσε τον διακεκριμένο Έλληνα λογοτέχνη από την οικογένεια του, αλλά και από την ελληνική κοινωνία που τόσο τον είχε ανάγκη.

Η Ράνια Σχίζα, για ακόμα μια φορά και με τρομακτική άνεση, έδωσε σάρκα και οστά στο όνειρο κάθε ηθοποιού: Να γίνει αόρατη στα μάτια των θεατών και να αντικατασταθεί από τον ρόλο της. Με εντυπωσιακότατη μαεστρία μεταμόρφωνε συνεχώς τη φωνή της σε μαγκιόρικη και συνεσταλμένη ταυτοχρόνως. Ο οδυρμός που έβγαλε σε κάποια σημεία του έργου ήταν καθηλωτικός, δεν έπεφτε καρφίτσα μέσα στην αίθουσα. Ήδη από τα πρώτα της λεπτά πάνω στη σκηνή, η τραγική ηρωίδα έκανε αισθητή τη παρουσία της, παραμερίζοντας την ηθοποιό κατά μέρος.

Μια από τις φράσεις που εντυπώθηκε στον νου μου είναι η εξής: «Τα λουλούδια δεν είναι αχάριστα, σου επιστρέφουν την αγάπη που τους δίνεις». Έτσι συνέβαινε και με την Έλλη Ζάχου Ταχτσή και με τον γιο της. Παρότι έδωσαν απλόχερη αγάπη ο ένας στον άλλον, έτυχε να γεννηθούν σε ένα κοινωνικό πλαίσιο που βάφτιζε τη διαφορετικότητα ως ρετσινιά και αρρώστια, υπενθυμίζοντας μας πόσο σημαντική είναι η αποδοχή, η αγκαλιά προς όλους και όλα, ενισχύοντας την στάση ζωής ότι ο μόνος δρόμος προς τα «έξω» είναι προς τα «μέσα».


Γράφει ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΕΡΤΣΙΔΗΣΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΕΡΤΣΙΔΗΣ