ΕΠΙΚΑΙΡΑ

6/recent/ticker-posts

Γιώργος Κιμούλης… μια συνέντευξη από την "Αστροφεγγιά" μέχρι το Netflix!


Είστε ένας ηθοποιός με μεγάλη και αξιοζήλευτη θα έλεγε κανείς πορεία. Επιτρέψτε  μας λοιπόν να σας πάμε λίγο πίσω. Αστροφεγγιά, Νίκος Στέργης… Νέος, ωραίος και πλούσιος, απέναντι σε μια φτωχή Ελλάδα… Πως επιλεγήκατε για το ρόλο; Τότε διαβλέπατε την επιτυχία μέσα από ένα όχι και τόσο συμπαθητικό χαρακτήρα.

Το 1979 εγώ ήμουν 23 ετών. Είχα παίξει βέβαια σε τρία σήριαλ πριν από αυτό, στην ασπρόμαυρη τότε τηλεόραση, αλλά η «Αστροφεγγγιά» ήταν το πρώτο έγχρωμο σήριαλ. Δεν είναι εύκολο για έναν 24χρονο να επιλέγει. Μάλλον τον επιλέγουν.

Πως επιλεγήκατε, λοιπόν;

Αυτό το ξέρει αυτός που με επέλεξε, ο Διαγόρας Χρονόπουλος, στον οποίον οφείλω πολλά. Εγώ δεν μπορώ να ξέρω το γιατί.



Φοβηθήκατε ότι δεν ήταν ένας ιδιαίτερα συμπαθητικός χαρακτήρας;

Όχι. Ίσως γιατί είχα από την αρχή της καλλιτεχνικής μου πορείας την άποψη και τη θέση ότι οι μη συμπαθητικοί χαρακτήρες είναι οι πιο ενδιαφέροντες.

Λούφα και παραλλαγή, Λούφα και απαλλαγή. Ίδιος σκηνοθέτης διαφορετικές εποχές. Ποια ταινία, αλλά και ποια εποχή προτιμάτε;   

Είναι διαφορετικών σκηνοθετών, δεν έχει σχέση η μια με την άλλη, αλλά η «Λούφα και παραλλαγή» άφησε μια ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο, λόγω των ιστορικών συνθηκών. Ας μην ξεχνάμε ότι μέχρι τις αρχές του ‘80 που γυρίστηκε η «Λούφα», όλες οι ταινίες που είχαν ως θέμα τη Χούντα, ήταν δραματικές. Η πρώτη ταινία που αντιμετώπιζε με χιούμορ την περίοδο αυτή ήταν η «Λούφα και παραλλαγή». Δε σας κρύβω ότι υπήρχε και μια ανησυχία, σε εμάς, για αυτό. Η πτώση της Χούντας δεν είχε κλείσει σχεδόν δεκαετία και υπήρχε μία ανησυχία ότι αντιμετωπίζουμε με χιούμορ αυτόν τον παραλογισμό που επικρατούσε τη περίοδο της Χούντας. Παρόλα αυτά η ταινία έχει καταγραφεί ως πολύ σημαντική στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. 



Είστε και έντονα πολιτικοποιημένο άτομο. Κώστας Γαβράς, λοιπόν! Ζ! Μία ταινία ορόσημο με θέμα τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και η καινούργια ταινία «Ενήλικοι στην αίθουσα» όπου τα media φαίνεται να ηρωοποιούν, η να προβάλλουν, αν θέλετε, τον Γιάνη  Βαρουφάκη! Βλέπετε κάποια πολιτική σκοπιμότητα ή τελικά ο «αλώβητος» Βαρουφάκης πουλάει περισσότερο από τον λαβωμένο Τσίπρα;

Πρώτον δεν έχω δει την ταινία και δεύτερον δεν έχω διαβάσει το βιβλίο του κυρίου Βαρουφάκη. Αυτό σημαίνει πως οτιδήποτε γνωρίζω γύρω από αυτό, έχει σχέση με αυτά που διαβάζω στα social media. Μπορώ όμως παρόλα αυτά να πω κάτι πολύ συγκεκριμένο: ένα καλλιτεχνικό έργο  ναι μεν έχει την αυτονομία του, αλλά την ίδια στιγμή είναι  αλληλένδετο και με τον κοινωνικό χώρο, ιδίως όταν ασχολείται με θέματα τα οποία έχουν ιστορική αξία, ιστορική υπόσταση. Οπότε απαιτείται μια πολύ δύσκολη ισορροπία από τη μεριά του καλλιτέχνη. Την ταινία όμως δεν την έχω δει και δεν μπορώ να πάρω θέση! 

Πάμε και στο τώρα. Θα παρουσιάσετε στο Θέατρο Αμαλία το Παγκάκι του Γκέλμαν μαζί με τη Φωτεινή Μπαξεβάνη σε δική σας σκηνοθεσία. Ωστόσο μας έχετε συνηθίσει σε πολύ μεγαλύτερες παραγωγές. Σηματοδοτεί κάτι η επιστροφή στις μικρότερες σκηνές;

Όχι! Το κάνω συχνά αυτό. Η κάθε τόσο επιστροφή μου από ένα μεγάλο σε έναν πιο μικρό χώρο, δε ξέρω κατά πόσο αφορά τον κόσμο, μιας και το κάνω για μένα προσωπικά. Πρόκειται για μια διαρκή ανάγκη δικής μου… «προσγείωσης».



Τι ωραιότερο από αυτό που μόλις είπατε!

Ένας μεγάλος χώρος ενέχει τον κίνδυνο μιας ανόητης απογείωσης. Τον κίνδυνο να νομίζεις, ότι η απογείωση αυτή θα είναι και διαρκής! Επίσης υπάρχουν έργα που έχουν άλλη δυναμική σε ένα μεγάλο χώρο και άλλη δυναμική σε έναν πιο μικρό χώρο. Όπως το συγκεκριμένο. Δεν κουβαλάει, λοιπόν, τίποτε άλλο η επιλογή μου να παίξω αυτό το έργο σε μικρότερο χώρο παρά μόνον αυτό.

Τι διαφορετικό αναδεικνύει το έργο για τις σχέσεις ή τη μάχη των δύο φίλων και ποια ή δική σας άποψη;

Η δική μου άποψη κατ’ αρχάς, γιατί από εκεί θα ξεκινήσω, είναι ότι η σχέση των δύο φύλλων, δεν είναι μάχη! Η σχέση των δύο φύλλων, είναι  συνύπαρξη και εκεί βρίσκεται και το όλο πρόβλημα. Μπορείς να συνυπάρξεις με κάτι που είναι εντελώς διαφορετικό από σένα; Η απάντησή μου είναι ναι, η συνήθης αντιμετώπιση των ανθρώπων δυστυχώς είναι: Όχι! Τι γίνεται όμως με το άλλο το διαφορετικό που έχουμε απέναντί μας; Ενώ το άλλο πάντα μας γοητεύει, θέλουμε αυτό το άλλο, αντί να το σεβαστούμε και να βοηθήσουμε και εμείς να διατηρήσει τη διαφορετικότητά του, η οποία μας γοητεύει, θέλουμε να το κάνουμε ίδιο με μας! Αυτό είναι το ένα βασικό πρόβλημα. Το άλλο είναι ότι ο άνθρωπος ενώ γοητεύεται από το απέναντί του, την ίδια στιγμή αυτή η γοητεία, επειδή δεν την ελέγχει τον φοβίζει. Και εκεί αρχίζει μια καταστροφή αυτής της γοητείας που νιώθει, καταστρέφοντας το αντικείμενο που ουσιαστικά  τον γοητεύει! Αλλά έτσι είναι σαν να καταστρέφει τη δική του επιθυμία.



Θα παρουσιάσετε και ένα σεμινάριο υποκριτικής. Πρόκειται για κάποια δική σας μέθοδο, ή στηρίζεται σε παλαιότερες σχολές εμπλουτισμένο με τη δική σας εμπειρία;

Η υποκριτική ως τεχνική, είναι νεογνό. Είναι ενός αιώνα και κάτι. Δηλαδή πριν τον Στανισλάφσκι, στις αρχές του 20ου αιώνα, δεν είχε γραφτεί κάτι το ιδιαίτερο σχετικά με την τεχνική αυτής της τέχνης. Υπήρχε ένα κείμενο του Ντιντερό το γνωστό «Παράδοξο» κάποια άρθρα του Κρεγκ και του Άππια και τίποτα άλλο. Οτιδήποτε λέγεται, συζητείται, κατά κάποιο τρόπο ζυμώνεται, κουβαλάει και φέρει ως απαρχή τη μέθοδο του Στανισλάφσκι και όλοι σχεδόν μέχρι τώρα ετεροπροσδιορίζονται, συνομιλώντας με αυτή τη μέθοδο. Άρα κι η κάθε νέα μέθοδος φέρει στοιχεία και των υπολοίπων μεθόδων. Αυτό το οποίο κάνω, είναι αυτό το οποίο δίδασκα στη σχολή που είχα σε συμπυκνωμένα ας πούμε μαθήματα.

Έχω την εντύπωση πως οι μεγάλοι δάσκαλοι έχουν εκλείψει. Σαν να χάθηκε κάτι και περάσαμε από τους σκηνοθέτες – δασκάλους, σε ηθοποιούς – πρωταγωνιστές. Ποια η γνώμη σας;

Το Ελληνικό θέατρο ποτέ δεν ήταν θέατρο σκηνοθετών. Οι μεγάλοι σκηνοθέτες στην Ελλάδα ήταν 4 ή 5; Ροντήρης, Κουν, Σολωμός, Ευαγγελάτος και Βολανάκης. Θα σας πω την άποψή μου, λοιπόν. Το ελληνικό θέατρο ανέκαθεν ήταν θέατρο ηθοποιών. Πιστεύω πως υπάρχουν κάποιες χώρες που το θέατρο είναι θέατρο ηθοποιών και χώρες στις οποίες το θέατρο είναι θέατρο σκηνοθετών. Έχω μια υποψία, ότι αυτό έχει άμεση σχέση και με τις κλιματολογικές συνθήκες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Βόρειες χώρες είναι χώρες σκηνοθετών. Είναι δηλαδή χώρες που πολύ πιο εύκολα καθοδηγούνται από κάποιον. Σε αντίθεση με τις Νότιες χώρες που πολύ πιο δύσκολα καθοδηγούνται από κάποιον. Και όταν λέω νότιες, μιλώντας για την Ευρώπη, είναι η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία, που σε αντίθεση με τις βόρειες, είναι χώρες ηθοποιών. Τα τελευταία δέκα πέντε χρόνια υπάρχει σ’ αυτή τη χώρα μια σχεδόν βίαιη προσπάθεια να αποδειχτεί ότι είμαστε κι εμείς χώρα σκηνοθετών. Νομίζω πως είναι θέμα μόδας. Θα περάσει.



Η εποχή που ζούμε είναι πολύ δύσκολη. Πόλεμοι, παγκοσμιοποίηση, μεταναστευτικό, τρελοί ηγέτες. Πιστεύετε πως αυτό θα ωθήσει το θέατρο σε μια καινούργια επαναστατική σχολή στη τέχνη, ή όλα θυσιάζονται πια στο βωμό της εμπορικότητας;

Είναι γνωστό, ιστορικά, πως όσο μεγαλύτερη πίεση υπάρχει στον κοινωνικό χώρο, τόσο η τέχνη αντιστέκεται. Η εποχή όμως που ζούμε τώρα κουβαλάει ένα μεγάλο κίνδυνο, κατά τη γνώμη μου. Υπάρχει μεν αυτή η πίεση και γιατί όχι και καταπίεση, αλλά με έναν τέτοιο τρόπο, που απαγορεύει σχεδόν να δημιουργηθεί ο οποιοσδήποτε χώρος αντίστασης. Έχω δε την εντύπωση ότι σημαντικό ρόλο έπαιξε η φράση, που ξεστόμισε με πολύ εύκολο και ανόητο τρόπο ένας πολιτικός που πολλές φορές και για πολλούς δε λαμβάνεται έτσι σοβαρά, η περίφημη φράση: «Όλοι μαζί τα φάγαμε». Αυτή η φράση δημιούργησε στους πολίτες αυτής της χώρας, ένα τρομακτικό πρόβλημα. Όχι απλώς κατηγόρησε όλους τους πολίτες, αλλά τους δημιούργησε σχεδόν ένα διαρκές καφκικό ενοχικό συναίσθημα κι η ενοχή αυτή τους ωθεί πολίτες σε μια διαρκή πολιτική ατονία. Φταίω, άρα δε μπορώ και να μιλώ, επειδή φταίω! 

Άγριες μέλισσες και κόκκινο ποτάμι. Δύο φετινά σήριαλ εποχής και πολύ μεγάλες παραγωγές. Πιστεύετε ότι θα επιστρέψει η εποχή των καλών παραγωγών;

Ελπίζω. Δεν τις έχω δει αυτές τις σειρές ακόμα, άρα δε μπορώ να μιλήσω. Αλλά βλέπουμε και παγκοσμίως μια επιστροφή στη μυθοπλασία στο χώρο της τηλεόρασης. Έχει βοηθήσει πολύ και το Netflix σε αυτό, παρόλο που την ίδια στιγμή το Netflix να απομακρύνει τον κόσμο από τον κινηματογράφο.



Στο Netflix όμως μπορείς να δεις και πολύ εύπεπτα πράγματα...

Δε μιλώ για την ποιότητα, αλλά για την επιστροφή στα σήριαλ, ενώ η τηλεόραση είχε στραφεί στις φτηνές εκπομπές, που μπορεί να ήταν η δημοσιογραφική ανάλυση ενός γεγονότος, τα παιχνίδια, ή τα show, δηλαδή φτηνές παραγωγές, ήταν φυσικό κάποια στιγμή όλο αυτό να έκλεινε τον κύκλο του και να επιστρέφαμε πάλι σε παραγωγές που στηρίζονται στη μυθοπλασία. Και επιμένω στο ρόλο του Netflix γιατί πολλές παραγωγές σήριαλ έγιναν εκεί. Οπότε, ναι, η μυθοπλασία έχει αρχίσει να ακουμπάει και την Ελλάδα τώρα, αλλά ας περιμένουμε λίγο, μιας και όλα τα πράγματα που εισάγουμε από το εξωτερικό, έρχονται με αργό ρυθμό σ’ εμάς.

Ηθοποιός, πρωταγωνιστής, σκηνοθέτης, παραγωγός, δάσκαλος. Αν είχατε να διαλέξετε ένα ποιο θα ήταν και γιατί;

Αυτές όλες οι ιδιότητες, δεν είναι ιδιότητες που αφορούν πολλά πρόσωπα, αφορούν εμένα. Δεν είναι πράξεις, είναι ιδιότητες! Δηλαδή, δεν είναι «κάνω αυτό, ή κάνω το άλλο». Θεωρώ τον εαυτό μου ως κάτι ενιαίο. Κάποιες προσωπικές μου καλλιτεχνικές ανάγκες με ώθησαν και απέκτησα και την πρώτη και τη δεύτερη και την τρίτη ιδιότητα.

Και κάπου εδώ θυμήθηκα ότι ξέχασα και την ιδιότητα του μεταφραστή και με έπιασαν τα γέλια, γιατί απλά ο άνθρωπος δεν παίζεται! Έχει μεταφράσει πάνω από κάνει σαράντα πέντε έργα. Αισχύλο, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Σαίξπηρ, Ίψεν, Στρίντμπεργκ, Τσέχωφ. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο δικό του κομμάτι. Εμείς τον ευχαριστούμε για την τιμή που μας έκανε και περιμένουμε να τον δούμε επί σκηνής. 

Καλή επιτυχία και σας ευχαριστούμε που θα τιμήσετε και πάλι τη πόλη μας κύριε Γιώργο Κιμούλη!


Για περισσότερες πληροφορίες ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο: "Το Παγκάκι" του Αλεξάντερ Γκέλμαν στο Θέατρο Αμαλία

Cover: NewsIT