ΕΠΙΚΑΙΡΑ

6/recent/ticker-posts

Γιώργος Χατζόπουλος: Είχα την επιθυμία να γράψω μία καθαρή περιπέτεια που θα μπορεί να διαβαστεί από παιδιά και μεγάλους



Ο Γιώργος Χατζόπουλος, δημιουργικότατος συγγραφέας και εκπαιδευτικός από τη Θεσσαλονίκη, μας εκμυστηρεύεται πώς εμπνεύστηκε την ιστορία του "Νι Πι, ο τελευταίος πειρατή του Αιγαίου", ο οποίος σαλπάρει με το πειρατικό του καράβι "Μαύρος Εκδικητής" την Κυριακή 13 Οκτωβρίου προς το Θέατρο Αθήναιον. Σε συνεργασία με τη θεατρική ομάδα Art Τις Ει ανεβαίνει, λοιπόν, το βιβλίο του στο σανίδι. Δύο προηγούμενα βιβλία του είχαν, επίσης, ανέβει σε σκηνές της Θεσσαλονίκης με τρομερή επιτυχία. Αυτή τη φορά, όπως μας αποκαλύπτει και ο ίδιος, το διακύβευμα ήταν μια περιπέτεια για μικρούς και μεγάλους τόσο δυνατή, ώστε μπροστά της ο θάνατος να χάνει. 


Σε τι ποσοστό βασίζεται η ιστορία του Νι Πι, του τελευταίου πειρατή του Αιγαίου σε πραγματικά γεγονότα και σε τι ποσοστό προέρχεται από κύμα της φαντασίας σας;

Η πλοκή του βιβλίου, οι περισσότεροι ήρωες, όπως και κάποια μυθικά πλάσματα, οι γοργόνες που συναντάμε ένα βράδυ στη θάλασσα, ο δράκος που φυλάει το θησαυρό, προέρχονται από τα «κύματα της φαντασίας μου», όπως πολύ ωραία είπατε. Ωστόσο, η μεγάλη θάλασσα από την οποία πηγάζουν και τροφοδοτούνται αυτά τα κύματα είναι η Ιστορία και η αγάπη που έχω γι’ αυτήν.  Γι’ αυτό και όλα τα πραγματολογικά στοιχεία του βιβλίου, δηλαδή γεωγραφικές τοποθεσίες, περιγραφές καραβιών, συνήθειες ναυτικών, πρακτικές,  φαγητά, έπιπλα, ρούχα κλπ, όπως  και αρκετά από τα γεγονότα τα οποία συμβαίνουν ή αναφέρονται στο βιβλίο είναι αληθινά.

Τα γνωστά ονόματα που εμπλέκονται στην ιστορία είναι πολλά, όπως του Κανάρη, του Μιαούλη, του Μπαρμπαρόσα, του φιλέλληνα Γάλλου Μπυσσόν. Όλοι αυτοί έχουν ένα κοινό ιστορικό πλαίσιο;

Δύο από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου, ο Μοίραρχος Κριεζής που είχε αναλάβει να πατάξει την πειρατεία, και ο Γάλλος Ιππόλυτος Μπυσσόν που είχε έρθει στην Ελλάδα για να βοηθήσει είναι υπαρκτά πρόσωπα. Μαζί με άλλα ιστορικά πρόσωπα που συμμετέχουν, άλλα πολύ και άλλα λίγο στην ιστορία, όπως ο πειρατής Γάντζος ο Σούσουρας, ο Καποδίστριας, ο Κανάρης, ο Μιαούλης, όντως συνθέτουν ένα κοινό ιστορικό πλαίσιο. Εκείνος που δεν είναι ιστορικό πρόσωπο, είναι ο Χασάν Μπαρμπαρόσα. Τα πραγματικά αδέρφια Μπαρμπαρόσα έζησαν τρεις αιώνες πριν το 1828, αλλά επειδή ήθελα να έχω οπωσδήποτε έναν Μπαρμπαρόσα στην αφήγηση επινόησα έναν απόγονο τους.



Τι ήταν αυτό που σας ενέπνευσε για να γράψετε τη συγκεκριμένη ιστορία;

Νομίζω, αν και δεν είμαι σίγουρος, πως η ιδέα πρωτοξεκίνησε όταν διάβασα την ιστορία του Γάντζου του Σούσουρα και του αμύθητου θησαυρού του που ακόμα και σήμερα τον αναζητούν. Βέβαια, εδώ και χρόνια είχα την επιθυμία να γράψω μία καθαρή περιπέτεια που θα μπορεί να διαβαστεί και από παιδιά και από μεγάλους, δίχως διδακτισμούς, φιλοσοφίες και άλλα «φτιασίδια» λογοτεχνικά.

Η "πειρατεία" ήταν ένα αληθινό φαινόμενο του 19ου αιώνα στο Αιγαίο, συνυφασμένο με την ελληνική ιστορία. Παρόλα αυτά, όταν ακούμε τη λέξη, στο μυαλό πολλών έρχονται εικόνες από την ταινία "Οι πειρατές της Καραϊβικής". Μιλήστε μας λίγο για την ελληνική πειρατεία του 19ου αιώνα.

Η πειρατεία στο Αιγαίο αλλά και γενικότερα στη Μεσόγειο είναι πανάρχαιο φαινόμενο, θα έλεγε κανείς πως γεννιέται σχεδόν ταυτόχρονα με το εμπόριο. Τον 19ο αιώνα για πολλούς και διαφορετικούς ιστορικούς λόγους (ένας από αυτούς ήταν και η επανάσταση του 1821) το φαινόμενο της πειρατείας εντάθηκε και υπήρξαν ολόκληρα νησιά και περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας που ζούσαν αποκλειστικά από τον κούρσο και την πειρατεία. Εντέλει, οι Μεγάλες Δυνάμεις σε συνεργασία με το Ελληνικό Κράτος κατάφεραν το 1854 να καθαρίσουν το Αιγαίο από τους πειρατές. «Οι πειρατές της Καραϊβικής» που αναφέρατε και οι πειρατές της Μεσογείου δεν είχαν μεγάλες διαφορές, στον τρόπο ζωής, δράσης, τακτικής κλπ. Θα έλεγε κανείς πως ήταν και συγκοινωνούντα δοχεία. Επίσης, τώρα πλέον, αφού έχω διαβάσει αρκετά για την πειρατεία του 19ου αιώνα, όταν βλέπω κάποια από τις ταινίες των πειρατών της Καραϊβικής διαπιστώνω πόσο καλή δουλειά έχει γίνει από τους σεναριογράφους, οι οποίοι αξιοποίησαν όλες τις πραγματικές ιστορίες, αλλά και τους μύθους που γράφτηκαν για την πειρατεία εκείνης της εποχής.


Στο σημείωμά σας για την παράσταση αναφέρετε ότι το φόβο του θανάτου νικάει μια ζωή πλούσια σε εμπειρίες. Πρέπει να υπάρχουν όρια σε αυτές;

Αν με ρωτάτε σαν ενήλικα θα έλεγα πως όχι, δεν πρέπει να υπάρχουν. Αν με ρωτάτε σαν γονιό ή σαν εκπαιδευτικό (που τυγχάνει να είμαι) θα έλεγα πως ναι.

Η αφήγηση στο μυθιστόρημα είναι πρωτοπρόσωπη και πραγματώνεται μέσα από τη φωνή του Νι Πι. Από τι είδους χαρακτηριστικά διακρίνεται η γλώσσα του, δεδομένου ότι ζει στον 19ο αιώνα;

Στην αρχή ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο σε τρίτο πρόσωπο, αλλά η αφήγηση δεν προχωρούσε. Μόλις άρχισα να γράφω σε πρώτο πρόσωπο με τη φωνή του Νι Πι, το κείμενο άρχισε να ρέει. Τότε βέβαια παρουσιάστηκε και το ερώτημα «τι γλώσσα να μιλάει ο Νι Πι;» Σκέφτηκα πως θα ήταν ωραίο και ενδιαφέρον, και για μένα και για τον αναγνώστη, ο Νι Πι να μιλάει μια γλώσσα που το ύφος της, το λεξιλόγιο της, η σύνταξη των προτάσεων θα παραπέμπουν σ’ εκείνη την εποχή, δίχως να είναι και το ακριβές ιδίωμα εκείνης της εποχής. 


Πώς καταφέρατε και σκαρφιστήκατε αυτά τα στοιχεία;

Για το σκοπό αυτό διάβασα ό,τι προφορικές μαρτυρίες βρήκα εκείνης της εποχής, ύστερα διάβασα απομνημονεύματα αγωνιστών του 21', αλλά δεν με ικανοποιούσαν. Σε αυτές τις αναζητήσεις μου έπιασα ξανά στα χέρια μου τα διηγήματα τριών συγγραφέων που λατρεύω από παιδί: του Καρκαβίτσα, του Παπαδιαμάντη και του Κόντογλου. Και οι τρεις τους έζησαν αρκετά χρόνια μετά το 1828, αλλά όχι και πολύ μακριά από το 1828 που διαδραματίζεται η ιστορία μας, επίσης και οι τρεις τους έγραψαν θαλασσινά διηγήματα και κατείχαν πολύ καλά τον πολιτισμό και τη γλώσσα της ναυτοσύνης που χρειαζόμουν. Μέσα από ένα συνεχή «διάλογο» μαζί τους, όπως πολύ σωστά διαπίστωσε σ’ ένα άρθρο του ο Φίλιππος Μανδηλαράς, προέκυψε η ιδιαίτερη γλώσσα του Νι Πι που είναι ένα κράμα της σημερινής γλώσσας και της γλώσσας των τριών λόγιων που σας προανέφερα.

Το δελτίο τύπου της παράστασης διογκώνει τις φιλοδοξίες του κοινού για το θέαμα που πρόκειται να παρακολουθήσει: πειρατές, θησαυροί, κουστούμια εποχής, τέρατα, γοργόνες και το πειρατικό καράβι "Μαύρος Εκδικητής". Είστε ευχαριστημένος με τη μεταφορά του βιβλίου σας στη σκηνή σε συνεργασία με την ομάδα ArtTisEi; 

Πολύ! Ο Βασίλης Ισσόπουλος είναι ένας εμπνευσμένος σκηνοθέτης με πολύ φαντασία και μεράκι και έχει κάνει καταπληκτική δουλειά! Μου άρεσαν, επίσης, πάρα πολύ η διανομή των ρόλων! Όλοι οι ηθοποιοί είναι πολύ ταιριαστοί στους ρόλους τους και μου έδωσαν την εντύπωση πως τους απολαμβάνουν. Νομίζω πως θα δούμε μία εντυπωσιακή παράσταση.


Υπάρχει κάποιο μελλοντικό επαγγελματικό σχέδιο που θα θέλατε να αποκαλύψετε στους αναγνώστες της Townsendia;

Ναι! Μόλις τελείωσα ένα καινούργιο βιβλίο –κάνω μικροδιορθώσεις τώρα- και είμαι πολύ χαρούμενος. Θα λέγεται «Ανδώ, το κορίτσι με το σπαθί» και είναι κι αυτό ιστορικό. Διαδραματίζεται γύρω στα χίλια μ. Χ. και παρακολουθούμε την κόρη του Διγενή Ακρίτα στο ταξίδι της στα βάθη της Ανατολής για να βρει τον χαμένο-νεκρό πατέρα της.  Είναι μια απόπειρα να καταλάβω κι εγώ καλύτερα τη σχέση μας με τον αραβικό κόσμο, αλλά και τη σχέση πατέρας κόρης.