ΕΠΙΚΑΙΡΑ

6/recent/ticker-posts

Δάνης Κατρανίδης: Η τηλεόραση θέλει εγρήγορση και ετοιμότητα, στο θέατρο συνθέτεις εσύ το ρόλο και τις στιγμές


Ο Δάνης Κατρανίδης, εκτός από επιτυχημένος ηθοποιός της τηλεόρασης, αποτελεί και έναν εξαιρετικό ηθοποιό του θεάτρου με πολυάριθμες συμμετοχές σε τηλεοπτικές και θεατρικές παραγωγές καθ'όλη τη διάρκεια της υποκριτικής του καριέρας. Με αφορμή τον πρωταγωνιστικό ρόλο που διατηρεί στην παράσταση "Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα", στην οποία υπογράφει και τη σκηνοθεσία, ο δημοφιλής ηθοποιός μιλάει στη Μαρία Σμήνα και την Townsendia για το ρόλο του καθηγητή Πανεπιστημίου Φρανκ Μπράιαντ τον οποίο και ενσαρκώνει, για τη σύγχρονη ελληνική ακαδημαϊκή εκπαίδευση, αλλά και σχετικά με τους χώρους του θεάτρου και της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, όπως αυτός τους γνώρισε στα χρόνια της δικής του καλλιτεχνικής πορείας.

Είστε σκηνοθέτης της παράστασης "Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα", αλλά παράλληλα διατηρείτε και πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτήν. Με ποιον τρόπο προσπαθείτε να ενσαρκώσετε το χαρακτήρα του επίτιμου καθηγητή Πανεπιστημίου Φρανκ Μπράιαντ, τον οποίο συναντούμε στο έργο του Willy Russell;

Με τον ίδιο τρόπο που προσπαθώ κάθε φορά, σε οποιονδήποτε ρόλο κι αν συναντώ, σε οποιοδήποτε είδος θεάτρου. Προσπαθώ να μελετήσω, να κατανοήσω καταρχήν τον χαρακτήρα. Για να μπορείς να είσαι συνεπής με το κείμενο, πρέπει να νιώσεις και να κατανοήσεις γιατί γράφονται αυτές οι λέξεις, από ποιο συναίσθημα και από ποιες σκέψεις, από ποιες παρορμήσεις υπαγορεύονται αυτά τα λόγια. Όταν ξέρεις το γιατί το λες, θα έχεις βρει και το συναίσθημα. Αν δεν το έχεις βρει, θα συναντηθείς, ή θα σε συναντήσει. Για να ενσαρκώσουμε έναν ρόλο θα πρέπει να ανατρέξουμε σε βιώματα, ή να αφήσουμε τη φαντασία μας ελεύθερη να ζήσει αυτό που πιθανόν δεν έχει ζήσει στην πραγματική ζωή. Θέλω να πω, ότι δυο είναι οι τρόποι: ο ένας είναι  ο βιωματικός και ο άλλος ο φαντασιακός.

Θα μπορούσε να είναι δηλαδή ένα συνονθύλευμα βιωμάτων και κειμένου;

Ναι, πολλές φορές έρχονται πράγματα που άπτονται των εμπειριών μας ή που πολλές φορές τα έχουμε δει δίπλα μας, ή τα έχουμε ζήσει στην πραγματικότητα και τα βιώνουμε στη διαδρομή. Δεν το ξέρουμε αυτό, δεν το καθορίζουμε, δεν είναι κάτι που μπορεί να το ελέγξει κανείς, άλλωστε δε μπορείς να ελέγξεις και τη ζωή. Είναι αυτό που όσο και να λες "αύριο, μεθαύριο θα κάνω εκείνο, εκείνο, εκείνο…", οι καταστάσεις σε αναγκάζουν να λυθείς ή να σταθείς διαφορετικά απέναντι στα γεγονότα.

Ποιο ήταν το γεγονός εκείνο, το οποίο σας παρακίνησε να αναλάβετε πέρα από τον πρωταγωνιστικό ρόλο και τη σκηνοθεσία της παράστασης;

Ένιωθα ότι βλέπω πράγματα που πιθανόν να μην έχουν δει σε άλλες παραστάσεις, αλλά αυτό που με έκανε περισσότερο, όχι επειδή λειτουργώ ανταγωνιστικά σε αυτά και σκηνοθετώ με τη έννοια της επαγγελματικής ρουτίνας, να αναλάβω τη σκηνοθεσία για τη σκηνοθεσία. Όσες φορές έχω σκηνοθετήσει είναι ή γιατί έχω μια εμπειρία με το συγκεκριμένο έργο στο παρελθόν και το έχω δει με μια άλλη ματιά σήμερα, ή γιατί βλέπω το έργο με μια ματιά φρέσκια. Και έτσι το νιώθω, και από τη μεριά του καθηγητή και από τη μεριά της μαθήτριας, της Ρίτα στη συγκεκριμένη περίπτωση.


Και δεδομένου ότι έχουν γίνει παραγωγές του συγκεκριμένου έργου στο παρελθόν, προσπαθήσατε να το πάτε ένα βήμα παραπέρα με βάση τη δική σας οπτική…

Ναι και παρόλο που δεν το είδα ανταγωνιστικά, γιατί δεν έχω δει καμία από τις παραστάσεις που έχουν παιχτεί ως τώρα, αυτό τελικά αποδείχτηκε πολύ καλό. Το λέω εκ του αποτελέσματος, γιατί το έχω εισπράξει και από τους ανθρώπους της δουλειάς και από το κοινό. Απέφυγα τις ευκολίες και την προφανή ανάγνωση μιας ελαφράς ερωτικής κωμωδίας. Χρησιμοποιείται μια φόρμα αυτού του είδους, αλλά στην ουσία είναι ένα βαθιά κοινωνικό και με πολιτικά χαρακτηριστικά έργο. Βάζει ένα γνήσιο λαϊκό πλάσμα όπως είναι η Ρίτα, να κάνει μια αναφορά, σύγκριση. Φτάνει σε κάποια συμπεράσματα για τη ζωή της, μέσα από τα μάτια του απλού λαϊκού ανθρώπου όπως το νιώθει, χωρίς να κάνει κοινωνικοπολιτικές αναλύσεις μέσα από θεωρίες και συστήματα. Ο λαϊκός άνθρωπος έχει την εμπειρία και το ένστικτο να σου αναλύσει και να σου πει πώς νιώθει, πώς βλέπει τα πράγματα και πώς είναι στην πραγματικότητα. Εκείνη μας μεταφέρει το τι λένε οι γυναίκες στο κομμωτήριο, τι γίνεται στο σπίτι, πώς βλέπουν τη δουλειά, τη ρουτίνα, την παραδοχή της πραγματικότητας, το "δε βαριέσαι, ας αποδεχτούμε τώρα αυτήν την κατάσταση, θα πάμε το Σαββατοκύριακο στο μπαρ να ξεσκάσουμε" και πάλι από την αρχή. Η Ρίτα δεν αποδέχεται αυτή την πραγματικότητα. Θέλει να ξεκολλήσει, θέλει να κάνει ένα βήμα παραπάνω. Δεν έχει τελειώσει τη βασική εκπαίδευση και το θεωρεί λιγάκι άδικο, ότι κάποιος και κάτι της στερούν αυτή τη δυνατότητα. Και έχουμε τη μοναδική περίπτωση εδώ, που ο μαθητής επιλέγει τον καθηγητή, όχι ο καθηγητής το μαθητή. Αυτό είναι και το στοιχείο που αφυπνίζει τον Φρανκ, γιατί είναι ένας άνθρωπος ο οποίος έχει παραιτηθεί, έχει τυποποιηθεί. Οι καθηγητές και οι μαθητές αντιμετωπίζουν το σύστημα σαν ένα χαρτί, τα ξέρουμε όλοι τα της εκπαίδευσης. Θα έλεγα ότι η παραίτησή του τον έχει ρίξει σε έναν λήθαργο. Διδάσκει στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο για να συμπληρώσει το εισόδημά του και η Ρίτα είναι ο άνθρωπος που έρχεται εκεί γιατί ζητάει μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή. Εγώ το είδα ως έναν ύμνο στη δεύτερη ευκαιρία για όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλου. Και ξεγελάει γιατί ενώ μοιάζει με το μύθο του Πυγμαλίωνα, δεν είναι. Εδώ έρχεται ο μαθητής και συναντά τον καθηγητή. Δεν πάει ο καθηγητής να βρει έναν μαθητή για να κάνει το πείραμά του. Έρχεται το "πειραματόζωο" και θέλει να δοκιμαστεί. Έτσι μπόρεσα και είδα το έργο από την αρχή, χωρίς να έχω πίσω μου στερεότυπα που θα πρέπει να τηρώ. Το είδα από την αρχή και μάλιστα κάποια στοιχεία μαζί με τη Λίλιαν Δημητρακοπούλου, η οποία έχε κάνει τη μετάφραση και είναι εξαιρετική. Κάναμε και κάποια ανοίγματα για να το φέρουμε πιο πολύ στις μέρες μας γιατί στην εκπαίδευση έχει μπει πάρα πολύ η τεχνολογία και αυτό είναι κάτι που δεν είναι πάντοτε και το καλύτερο γιατί τα βρίσκουμε όλα εύκολα. Το βιβλίο είναι που οδηγεί στη βαθιά γνώση.

Με βάση την αναφορά σας στη Ρίτα και στη δεύτερη ευκαιρία, για ποιο λόγο θεωρείτε πως καταλήγει να επιλέξει το συγκεκριμένο καθηγητή για να τη βοηθήσει με τη μόρφωσή της, ενώ πρακτικά θα μπορούσε να επιλέξει μέσα από πληθώρα άλλων καθηγητών;

Να σας πω κάτι. Στην πρώτη κιόλας σκηνή, την διώχνει. Της λέει "Φύγε, δε θέλω να σε αναλάβω γιατί είσαι διαφορετική. Για αυτούς είμαι επαρκής, εσύ είσαι διαφορετική, θέλεις πολλά και εγώ δε μπορώ να σου τα δώσω". Αλλά γνωρίζει κάτι το γνήσιο πάνω της και ξέρει ότι πρέπει να ασχοληθεί, να ξαναπάρει τα πράγματα από την αρχή και θεωρεί ότι είναι πολύ αργά. Εκείνη όμως γνωρίζει ένα άτομο που μπορεί να της δώσει κάτι πολύ ουσιαστικό και αληθινό και δε θα του είναι επαγγελματικά υποχρεωτικό. Και εκεί η επιμονή της τη δικαιώνει.


Ζητά δηλαδή ευκαιρία στην ουσιαστική μόρφωση που ξεκινά από το μηδέν…

Έτσι ακριβώς. Το ένστικτό της την οδηγεί σωστά, γίνεται η αφορμή να ξυπνήσει αυτός, να βρει άλλο ενδιαφέρον για την εκπαίδευση, γιατί είναι και ένα πράγμα που το κάνει για πρώτη φορά. Ξεκινά με έναν άνθρωπο από το μηδέν και τον κάνει να βρει ενδιαφέρον στην εκπαίδευση, να παραδεχτεί πράγματα δικά του, της ζωής που έχει εκτός πανεπιστημίου και όλη αυτή η διαδρομή είναι γοητευτική και μαγική. Γίνεται ένας θαυμασμός που μεταφράζεται σε μια ουσιαστική αγάπη, που μπορεί να έχει και ερωτικά στοιχεία μέσα. Στο δεύτερο μέρος βλέπουμε όμως την πλήρη μεταμόρφωση. Έχει καταφέρει και έχει κάνει ένα βήμα μπροστά. Πατάει πια στα πόδια της, έχει τη δική της σκέψη και αντίληψη για το τι θα φορέσει, τι θα φάει, πώς θα μιλήσει, κάτι που δεν το είχε πριν.

Οξύνεται δηλαδή και η κριτική της σκέψη…

Ακριβώς. Τα πάντα. Εξελίσσεται σαν άνθρωπος και εξελίσσονται και οι δυο. 

Πριν αναφερθήκατε στα κοινωνικά μηνύματα. Δεδομένου ότι το έργο “Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα” έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλαπλών αναλύσεων, θεωρείτε πως θα μπορούσε να μεταδίδει στο κοινό ένα μήνυμα σχετικά με τη βρετανική κοινωνία της δεκαετίας του 1980, αφού η Ρίτα εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο, έχοντας βαρεθεί την καθημερινότητα της εργασίας της ως κομμώτρια;

Δυστυχώς ή ευτυχώς, όλα αλλάζουν και όλο τα ίδια μένουν. Δεν έχει αλλάξει τίποτα σήμερα. Ούτε στο Λίβερπουλ, ούτε στην Ελλάδα. Η Ρίτα κάποια στιγμή βγάζει, θα έλεγα, μια πολιτική σκέψη. Βλέπεις ανθρώπους να σκοτώνονται, να πετούν λεφτά, πληρώνουν να πάρουν αυτοκίνητο και μετά δεν τους φτάνει και θέλουν κάτι άλλο, γιατί νιώθουν μέσα τους ένα κενό. Δεν ξέρουν γιατί σκοτώνονται να βγάλουν λεφτά και αυτό τους οδηγεί σε μια απελπιστική τρεχάλα, να κυνηγούν τον ίδιο τον εαυτό τους, να ψάχνουν να προλάβουν τη σκιά τους, και εκεί πάνω της λέει: "Έχεις σκεφτεί ποτέ σου να παρακολουθήσεις μαθήματα πολιτικής επιστήμης;", "απαπα λέει, τη σιχαίνομαι την πολιτική", αποκλείει δηλαδή. Δείχνει το άτομο που προβληματίζεται και σκέφτεται κοινωνικά - πολιτικά ως πολίτης, όχι ως πολιτικός. Έχει προβληματισμούς, ένα καθαρά λαϊκό στοιχείο και αυτό έχει σημασία.

Βάσει αυτού που λέτε, πιστεύετε πως η Ρίτα  μπορεί να ήθελε από την αρχή να σπουδάσει και η οικονομική κατάσταση της εποχής να μην της το επέτρεπε, εξαιτίας κάποιων ενδεχόμενων ταξικών και οικονομικών διαφορών;

Ναι, το λέει και η ίδια, ότι όντως "τι τα θες τώρα, κοίταξε τον άντρα σου, κοίταξε να κάνεις ένα παιδί, να κάνεις οικογένεια". Αυτό ισχύει και σήμερα, λιγότερο ή περισσότερο, σε κλειστές ή ανοιχτές κοινωνίες. Οι γυναίκες εξακολουθούν να μην έχουν ίσες ευκαιρίες με τους άντρες. Τα προβλήματα αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν, ανάλογα με τις διαστάσεις και τα χαρακτηριστικά της κάθε πόλης και πολιτείας.


Η Ρίτα αποφασίζει να εγγραφεί στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο για να ξεφύγει από την ανιαρή καθημερινότητά της. Θεωρείτε πως το σύγχρονο ακαδημαϊκό εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα εφοδιάζει επαρκώς τους νέους με όλα τα στοιχεία που πρέπει να διαθέτουν για να βγουν στην αγορά εργασίας, ή υπάρχουν ελλείψεις και ανεπάρκειες που πρέπει να καλυφθούν;

Πιστεύω το δεύτερο, δυστυχώς. Αυτό φαίνεται από τις θέσεις και τις απόψεις που εκφράζουν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί και από τις θέσεις, απόψεις και αιτήματα του φοιτητικού κόσμου. Τρέχουν όλοι ενώ ζητούν καλύτερη παιδεία και τελικά ετοιμάζονται να δώσουν τα συγγράμματα, να τα πάρουν οι συγκεκριμένοι, να γράψουν σύμφωνα με αυτό, να τελειώσουν, να πάρουν ένα χαρτί να φύγουν και να ψάχνουν μια θέση στο δημόσιο γιατί αυτό τους έχουν υποσχεθεί. Δεν είναι όμως αυτό εκπαίδευση. Δεν είναι αυτό στόχος ζωής. Και για αυτό ένα μεγάλο ποσοστό δε σπουδάζει αυτό που πραγματικά θα ήθελε να κάνει. Σπουδάζει αυτό που του λένε για να βρει μια θέση στο δημόσιο, ή αλλού κτλ. Για αυτό έχουμε ένα σωρό άνεργους με πτυχία.

Πάνω σε αυτό που λέτε και δεδομένης της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης της χώρας μας, θεωρείτε πως στην Ελλάδα του 2019 είναι συχνό το φαινόμενο οι νέοι να επιλέγουν για βιοποριστικούς λόγους, να εξασκήσουν επαγγέλματα διαφορετικά από αυτά που πραγματικά επιθυμούν;

Έχει γίνει κανόνας αυτό. Για αυτό έχουμε ανθρώπους που είναι δυστυχισμένοι. Το λέει και μέσα στο έργο. Βλέπεις ανθρώπους δυστυχισμένους, τρέχουν, αγωνίζονται ενώ δεν τους ευχαριστεί, το κάνουν για να το κάνουν, ενώ θέλουν κάτι άλλο. Όταν κάνεις αυτό που σου λέει η καρδιά σου, το κάνεις με αγάπη, με πάθος, με ενδιαφέρον για να γίνει κάτι καλύτερο και θα έχεις και αποτέλεσμα. Όταν κάνεις κάτι απλά για να βγάλεις δέκα ευρώ, απλώς θα το εξυπηρετήσεις. Δεν θα είσαι ο καλύτερος εαυτός σου και η δουλειά γίνεται δουλεία.



Γνωρίζοντας πως ο καθηγητής Μπράιαντ είναι αλκοολικός, πιστεύετε πως ο εθισμός του αυτός θα μπορούσε να αποτελεί έναν τρόπο να εξωτερικεύει συναισθήματα και σκέψεις που βρίσκονται καταπνιγμένα μέσα του;

Ναι, είναι πολλά καταπνιγμένα μέσα του. Σε βοηθάει να μη βαριέσαι, σε κάνει να πιστεύεις πως ο συνομιλητής σου όντως κάτι λέει. Επειδή έγινε μια πολύ μοντέρνα μετάφραση, έχει πολλαπλές αναγνώσεις και είναι πολύ ευανάγνωστο. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για το θεατή, να μην ψάχνει να βρει τι είπε. Και έχει πολύ καυστικό και πιπεράτο χιούμορ. 

Το έχετε προσαρμόσει δηλαδή στα δεδομένα της εποχής που διανύουμε…

Απολύτως. Μέχρι που υπάρχουν σχόλια για το κινητό και το tablet. Βλέπετε τι εξάρτηση υπάρχει, είναι τραγικό. Έτσι και αφήσεις το κινητό στο σπίτι τρελάθηκες, νομίζεις ότι ήρθε το τέλος της ζωής σου. Μπορεί κάποιος να αφήσει τη δουλειά ή το ταξίδι του για να γυρίσει να πάρει το κινητό.

Γνωρίζουμε πως διατηρείτε εδώ και πολλά χρόνια μια επιτυχημένη πορεία στο χώρο της υποκριτικής τόσο στο θέατρο, όσο και στην τηλεόραση. Ποιες είναι οι απαιτήσεις αυτών των δυο τόσο διαφορετικών χώρων και ποια στοιχεία πρέπει να διαθέτει ένας ηθοποιός για να αντεπεξέλθετε σε καθέναν από αυτούς;

Είναι διαφορετικές οι απαιτήσεις. Όταν πηγαίνεις στην τηλεόραση πρέπει να είσαι σε διαθεσιμότητα για αυτό που θα σου ζητηθεί εκείνη τη στιγμή. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν έχεις κάνει μια προετοιμασία σπίτι σου, ότι δεν έχεις μελετήσει. Αν κατά τη γνώμη μου δεν έχεις μελετήσει σπίτι σε σχέση με το κείμενο και αν δεν έχεις καταλάβει γιατί στα ζητάει αυτά ο ρόλος, γιατί πρέπει να τα πεις, ποιος ο λόγος που τα λες, τότε δεν θα καταλάβεις ποτέ πως θα τα πεις, ούτε θα νιώσεις, το πραγματικό συναίσθημα που υπαγορεύει. Το κείμενο υπαγορεύεται από κάποιες συναισθηματικές καταστάσεις, μια ψυχική φόρτιση από τον ψυχισμό του ήρωα, από συγκρούσεις, από εντάσεις. Αν δεν ξέρεις τι είναι αυτό που υπαγορεύει, θα είσαι "κύμβαλον αλαλάζον" που έλεγαν παλιά. Η τηλεόραση θέλει εγρήγορση και ετοιμότητα. Θέλει να δεις πώς θα το αναπτύξεις, να συναντηθείς με τους άλλους, να έχεις γρήγορη επικοινωνία χωρίς πολλές δαιδαλώδεις διαδρομές. Να έχει καταρχήν μια πρώτη ανάγνωση και αν βγει και δεύτερη καλό θα είναι. Και άφησε την κάμερα να ψάξει, να ανακαλύψει εκείνη το συναίσθημα που προσπαθείς εσύ να κρύψεις. Δηλαδή, στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο, ο ηθοποιός θα πρέπει μα ασχολείται αποκλειστικά με το συναίσθημα, σαν να προσπαθεί να κρύψει αυτό που του συμβαίνει, όπως γίνεται και στη ζωή και να έρχεται η κάμερα και να προσπαθεί να ανακαλύψει τι είναι αυτό που προσπαθεί να κρύψει ο ήρωας. Πώς γυρνάει κανείς την πλάτη του και ξαφνικά βλέπουμε την κάμερα να έρχεται και βλέπουμε το βλέμμα του...
Στο θέατρο συμβαίνει το αντίθετο. Πρέπει να βοηθήσουμε να το δει ο θεατής αυτό. Και έχουμε και κάτι άλλο. Στην τηλεόραση, όταν γεννιέται κάτι εκείνη τη στιγμή, το γράψαμε, το κρατήσαμε, τελείωσε. Δεν έχει επανάληψη και έχουμε καλυφθεί. Η τηλεόραση σου "κλέβει" στιγμές και συνθέτει ένα ρόλο. Αυτό είναι στα χέρια του σκηνοθέτη. Στο θέατρο, μέσα από τη διάρκεια των προβών, πρέπει εσύ να συνθέσεις όλες αυτές τις στιγμές, για να κάνεις μια σύνθεση ολόκληρη, που είναι η σύνθεση του ρόλου και την οποία πρέπει να επαναλαμβάνεις με το πρωτογενές συναίσθημα κάθε βράδυ.


Λόγω του ότι το θέατρο έχει και μια ροή υποθέτω, η παράσταση είναι μια – δυο συνεχόμενων ωρών…

Ακριβώς και όχι μονάχα αυτό. Γεννιέται εκείνο το βράδυ. Δεν έχουμε μια στιγμή που μας "έκανε" και την κρατήσαμε και αν δε βγει καλή την ξαναπάμε. Πρέπει να έχεις έναν αυτοέλεγχο όπως και την αίσθηση του συνόλου και του αποτελέσματος του σκηνικού, αλλά και του δραματουργικού της ανάγνωσης, για να μπορείς να κρατάς το μέτρο και να μην ξεφεύγεις. Που σημαίνει ότι ναι μεν πρέπει να παρασύρεσαι από το συναίσθημα, αλλά να μην ξεφεύγεις τόσο που μπορεί να χαλάσεις και τον ήρωα και τη σκηνή. Και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είσαι σκηνοθέτης και του εαυτού σου, γιατί ο σκηνοθέτης δεν είναι εκεί, να σου λέει "ωπ, πάμε πάλι, ξέφυγες". Αυτή, λοιπόν, είναι κάθε βράδυ μια πολύ σκληρή διαδικασία και απαιτείται απόλυτη αλήθεια και εγρήγορση. Δεν γίνεται "παρεμπιπτόντως" να κάνεις παράσταση. 

Χρειάζεται να βρίσκεται δηλαδή ο ηθοποιός σε εγρήγορση και να διατηρεί τη ζωντάνια του με μέτρο, να μην ξεφεύγει, σαν να ξαναγεννιέται κάθε βράδυ ο χαρακτήρας…

Μπράβο, ακριβώς αυτό. Και κάθε βράδυ πρέπει να συναντιέσαι με το πρωτογενές συναίσθημα από την αρχή.

Σε ποιο βαθμό θεωρείτε πως έχουν αλλάξει το ελληνικό θέατρο και η ελληνική τηλεόραση από την εποχή που αρχίσατε να ασχολείστε εσείς ενεργά, μέχρι και σήμερα;

Κοιτάξτε, υπάρχουν αλλαγές που είναι θετικές, υπάρχουν και αλλαγές που είναι αρνητικές. Υπάρχουν πράγματα που χαρακτηρίζονται από τον τρόπο ζωής, την αισθητική της εποχής μας, το πώς είναι τα πράγματα, δηλαδή όλα περνούν μια κρίση αυτή τη στιγμή. Όλα ψάχνονται. Ψάχνουν να βρουν το σωστό τους βάδισμα, τον σωστό τρόπο επικοινωνίας, είτε αυτό αφορά τη θεματολογία, είτε αυτό αφορά την αισθητική, είτε αφορά την επικοινωνία. Περνάμε μια δοκιμασία γενικώς ως κοινωνία. 

Διανύουμε μια περίεργη περίοδο σε όλα τα επαγγέλματα νομίζω…

Έτσι! Γενικώς, επειδή αντί να κοιτάζουμε να ανέβουμε προς τα πάνω, κοιτάζουμε να κατεβάσουμε τους από πάνω προς τα κάτω, για να τους φέρουμε όλους στα ίσια. Αυτό δεν είναι καλό.

Γνωρίζουμε πως το έργο "Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα" βρίσκεται σε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα. Εξαιτίας και των αναμενόμενων μετακινήσεών σας από πόλη σε πόλη, πόσο δύσκολο είναι να αντεπεξέρχεστε στο βεβαρημένο αυτό πρόγραμμα;

Είναι πάρα πολύ δύσκολο και κοπιαστικό και επίπονο. Πρέπει να ξεπερνάς τον κόπο του ταξιδιού, την αϋπνία που φέρνει πολλές φορές η κούραση, η έλλειψη ύπνου γιατί δεν υπάρχει ώρα να ξεκουραστείς κι όταν ανέβεις πάνω στη σκηνή, πρέπει να είσαι σαν να μη συνέβη τίποτα. Το γοητευτικό στο έργο, είναι ότι συναντιούνται δυο άνθρωποι από τελείως διαφορετικούς κόσμους. Η δύση με την ανατολή. Ένα καθαρό στοιχείο από φτωχογειτονιές του Λίβερπουλ που μεγάλωσαν μέσα στις παράγκες και τις λάσπες και ένας άλλος από την πανεπιστημιακή κοινότητα, που είναι σε άλλο κόσμο. Σε άλλη ατμόσφαιρα. Είναι βιογραφικό το έργο, έχει βιογραφικά στοιχεία. Η Ρίτα, είναι η ιστορία του ίδιου του Russell, έχει ξεκινήσει από το να δουλέψει σε συνεργεία, σε ορυχεία, σε οικοδομές, έκανε ένα σωρό επαγγέλματα, όπως οι άνθρωποι που θέλουν να ζήσουν και να βγάλουν το μεροκάματο που τους αξίζει, μέχρι να καταλήξουν στο όνειρο και το όνειρό του ήταν να κάνει καλύτερη τη ζωή του. Κάποια στιγμή λέει η Ρίτα στο κείμενο, ότι είδε τη μάνα της να κλαίει και ρωτάει "μάνα, γιατί κλαις;" Και απαντάει "γιατί θέλω ένα καλύτερο τραγούδι". Ο Russell ήταν και κομμωτής για αυτό έβαλε τα στοιχεία της κομμωτικής. Οι κομμώτριες και οι κομμωτές, είναι λίγο σαν τους μπάρμαν και τις μπαργούμαν, είναι λίγο σαν ψυχαναλυτές. Ακούν αυτά που τους λέει ο πελάτης, τα προσωπικά του. Μετά πήγε στο πανεπιστήμιο, σπούδασε, έφτασε να διδάξει, εξελίχθηκε πάρα πολύ. 

Υπάρχει κάποιο επαγγελματικό σχέδιο το οποίο ετοιμάζετε άμεσα, ή και στο μακρινό μέλλον και για το οποίο θα μπορούσατε να μας μιλήσετε;

Το μέλλον είναι πολύ μακρινό, ειδικά στις εποχές που ζούμε. Είμαστε τώρα με τη Ρίτα, μέχρι την Κυριακή θα είμαστε εδώ στη Θεσσαλονίκη, στο Θέατρο Αυλαία. Τη Δευτέρα θα είμαστε στις Σέρρες, την Τρίτη στη Δράμα, την Τετάρτη στην Κατερίνη και την Πέμπτη στο Βόλο. Έπειτα θα κάνουμε μια μικρή διακοπή μιας και ακόμη δεν ξέρουμε πως θα εξελιχθεί το πρόγραμμα. Το χειμώνα θα είμαι για δεύτερη χρονιά με την Κάτια Δανδουλάκη, με έναν εξαιρετικό θίασο στο "Έγκλημα στο Όριαν Εξπρές" όπου υποδύομαι τον Ηρακλή Πουαρό, στο Θέατρο Κάτια Δανδουλάκη. Η Παναγιώτα η Βλαντή θα είναι στο Θέατρο Πόλη, με το "Σπασμένο γυαλί" με το Γιάννη Βούρο, για δεύτερη χρονιά.

Συνέντευξη: ΜΑΡΙΑ ΣΜΗΝΑ

Για περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο: Το "Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα" του Willy Russell στο Θέατρο Αυλαία

Πηγές φωτογραφιών: κεντρική: fthis.gr, λοιπές: δελτίο τύπου