ΕΠΙΚΑΙΡΑ

6/recent/ticker-posts

Δημήτρης Τάρλοου: Είναι προσωπικό τόλμημα να παραστήσω μέλη, μέρη και συμβάντα της οικογένειάς μου


Τη Δευτέρα 1 Απριλίου, καθώς και την Τρίτη 2 του μηνός, το θεατρόφιλο κοινό της Θεσσαλονίκης, θα έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει στο Θέατρο Αυλαία, τη θεατρική διασκευή του έργου της Μαρίνας Καραγάτση «Το Ευχαριστημένο», η οποία μεταφέρεται στο σανίδι με την επιμέλεια της Έρι Κύργια και υπό το σκηνοθετικό πρίσμα του Δημήτρη Τάρλοου.

Ο σκηνοθέτης, καταξιωμένος καλλιτέχνης στο χώρο της υποκριτικής και της σκηνοθεσίας και εγγονός του γνωστού ποιητή της γενιάς του '30, Μ. Καραγάτση, δέχτηκε να συνομιλήσει μαζί μας για το περιεχόμενο και την προσέγγιση της παράστασης που θα παρακολουθήσουμε τις επόμενες ημέρες στη Θεσσαλονίκη, για τα τόσα χρόνια της καλλιτεχνικής του πορείας ως ηθοποιός, αλλά και ως σκηνοθέτης, τη γενικότερη αντίληψη του για την Τέχνη, καθώς και για τα μελλοντικά επαγγελματικά του βήματα στο χώρο του θεάτρου.

"Το Ευχαριστημένο, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου, αγαπήθηκε από το κοινό και απέσπασε ενθουσιώδεις κριτικές, τόσο για την προσέγγιση του πρωτοτύπου και τις ερμηνείες των ρόλων, όσο και για τη συζήτηση που προκάλεσε πάνω στην καλλιτεχνική προσωπικότητα και τον ρόλο της ως οικογενειάρχη, αλλά και στη σχέση πατέρα - παιδιού εν γένει. Η διασκευή του μυθιστορήματος, που μετατρέπει τους απολογητικούς, απολογιστικούς και συγχωρητικούς μονολόγους σε πλήρες θεατρικό έργο και που υπογράφει η Έρι Κύργια, μας μεταφέρει στο σπίτι της οικογένειας του συγγραφέα Μ. Καραγάτση.

Μέσα σε τρεις ημέρες αγρύπνιας του λογοτέχνη και μέσα από το βλέμμα της μικρής Μαρίνας, αποκαλύπτονται όλα όσα στοίχειωσαν και πλήγωσαν μία από τις πιο γνωστές οικογένειες της Ελλάδας, ή μπορεί να στοιχειώνουν απλώς μία οικογένεια.

Και αν οι σκοτεινές στιγμές υπερέχουν των φωτεινών, η συμφιλίωση με το παρελθόν αποδεικνύεται ο μόνος δρόμος…"

Γνωρίζουμε πως κατά τη διάρκεια του έργου, ο θεατής θα παρακολουθήσει να ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια του, τρεις ημέρες στο σπίτι της οικογένειας Καραγάτση, με πρωταγωνιστές τη μικρή Μαρίνα και τον πατέρα της. Σε γενικές γραμμές, τι είδους καταστάσεις θα παρακολουθήσουμε εντός της οικογένειας;


Αρχικά,  να σας ενημερώσω πως δεν είναι οι πρωταγωνιστές ο Καραγάτσης και η Μαρίνα. Το βιβλίο της Μαρίνας Καραγάτση είναι τρεις παράλληλοι μονόλογοι και ένα μικρό θεατρικό στο τέλος. Οι μονόλογοι αυτοί είναι ένας του Καραγάτση, ο άλλος της Λασκαρώς και ο τελευταίος της γιαγιάς Μίνας, της γιαγιάς της Μαρίνας. Ουσιαστικά, το βιβλίο γράφτηκε με πρωταγωνίστρια την υπηρέτρια Λασκαρώ. Γύρω από αυτήν στην πραγματικότητα περιστρέφονται τα πάντα, είναι δηλαδή η τραγική ιστορία της Λασκαρώς, η οποία είναι μια μικρή Ανδριώτισσα, που στέλνεται σε πολύ μικρή ηλικία στην Αίγυπτο, στο σπίτι ενός Ανδριώτη. Εκεί κακοποιείται σεξουαλικά, στέλνεται πίσω στην οικογένειά της, αφού έχει κάνει μια φρικτή έκτρωση επειδή μένει έγκυος από το αφεντικό της και παντρεύεται αναγκαστικά στην Άνδρο έναν μεσήλικα, γιατί κανείς δε δέχεται να την παντρευτεί ως χαλασμένη πια. Ο άντρας αυτός επίσης την κακοποιεί, τη ζηλεύει φρικτά και τη χτυπά. Αυτή παρατάει τα δυο παιδιά της τα οποία έχει κάνει μαζί του και φεύγει στην Αθήνα για να βρει ένα σπίτι να γίνει παραδουλεύτρα. Έτσι γνωρίζεται με την οικογένεια Καραγάτση και λειτουργεί ουσιαστικά ως δεύτερη μάνα για τη μικρή Μανιώ, μέχρι το θάνατό της τη χρονιά που γεννήθηκα εγώ, το 1966. Υπάρχουν ο Καραγάτσης, η Νίκη Καραγάτση και η γιαγιά Μίνα. Η Λασκαρώ έχει έναν τρόπο αφήγησης ο οποίος είναι εξαιρετικά ζωντανός, όπως πολλών λαϊκών ανθρώπων. Από την άλλη υπάρχει ο Καραγάτσης, ο οποίος λειτουργεί και σαν δυνάστης μέσα στο ίδιο του το σπίτι, καθότι είναι ένας πάρα πολύ δύσκολος χαρακτήρας με πολύ ευαίσθητο νευρικό σύστημα. Παρακολουθούμε επίσης τις απιστίες του ως προς τη ζωγράφο Νίκη Καραγάτση, αλλά και τη δυσκολία της ίδιας της Νίκης να συνεχίσει τη ζωγραφική της, διότι ο Καραγάτσης είναι πολύ απαιτητικός, η Μανιώ είναι μικρή ακόμη, και έτσι περνάει ένα διάστημα που η Νίκη Καραγάτση σχεδόν εγκαταλείπει τη ζωγραφική. Υπάρχει το αρχοντολόι, δηλαδή η αστική πλευρά της Μίνας Καρυστινάκη, οι οποίοι είναι άνθρωποι που πρόκοψαν και απέκτησαν περιουσία στο γύρισμα του αιώνα, δηλαδή η αναδυόμενη αστική τάξη της Ελλάδος και τους εκπροσωπεί η Μίνα Καρυστινάκη. Είναι περισσότερο η υποκειμενική μνήμη της Μανιώς για το πώς έγιναν τα πράγματα και λιγότερο πώς ακριβώς συνέβησαν. Άλλωστε και το μυθιστόρημα της  Μαρίνας Καραγάτση, ανήκει στο μικτό είδος του docufiction, δηλαδή είναι στοιχεία αληθινών προσώπων, αλλά και στοιχεία μυθοπλασίας, πράγματα τα οποία μάλλον δεν έγιναν έτσι, αλλά λίγο διαφορετικά. Στο τελευταίο κομμάτι όπου όλοι συναντώνται σε ένα αυλιδάκι της Άνδρου, το οποίο είναι ένα πολύ αγαπημένο μέρος για την ανδριώτικη πλευρά της οικογένειάς μου, έχουν πια αμβλυνθεί όλες οι έριδες και στεναχώριες και μπορούν να κάνουν πλάκα. Το φινάλε είναι λοιπόν απόλυτα συμφιλιωτικό και ιαματικό θα έλεγα και όχι μόνο για την οικογένεια Καραγάτση, αλλά νομίζω και για το κοινό που καταλαβαίνει ότι όλες οι έριδες και τα πάθη, είναι πολύ πρόσκαιρα και ασήμαντα τελικά.


Πρόκειται δηλαδή για ένα συνονθύλευμα δραματικών καταστάσεων, στο οποίο παρουσιάζονται οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες που υπάρχουν και στο βιβλίο της μητέρας σας, με το δικό του τρόπο ο καθένας, ανάλογα με την καταγωγή, την «κοινωνική θέση» του…

Θα έλεγα ότι η ατμόσφαιρα της παράστασης, όπως και του μυθιστορήματος, είναι κωμικοτραγική. Είναι δηλαδή σοβαρά πράγματα, με πολύ γελοίο τρόπο και γελοία πράγματα με πολύ σοβαρό τρόπο. Δεν είναι όμως σε καμιά περίπτωση ένα βαρύ έργο, είναι μια ανάλαφρη παράσταση γύρω από γεγονότα και ανθρώπους που συνέβησαν –  ή σχεδόν συνέβησαν – στο παρελθόν, γύρω από μια γνωστή οικογένεια, που θα μπορούσε όμως να είναι οποιαδήποτε οικογένεια. Πάντως η ατμόσφαιρα δεν είναι βαριά, σε πολλά σημεία γίνεται αστεία και υπάρχει γέλιο στην παράσταση…

Αν λάβουμε υπόψιν τη συγγενική σας σχέση με τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται στην παράσταση «Το ευχαριστημένο», με ποιον τρόπο τα έχετε απεικονίσει και ποια χαρακτηριστικά τους επιθυμείτε να εκφράζονται έντονα επί σκηνής;


Οι ηθοποιοί που επελέγησαν για να ερμηνεύσουν τους ρόλους αυτούς, είχαν κάποια από τα χαρακτηριστικά που εγώ αντιλαμβάνομαι στα συγγενικά μου αυτά πρόσωπα. Ο Καραγάτσης δηλαδή, τον οποίο ερμηνεύει ο Χρήστος Μαλάκης, πέρα από το ότι έχει κάποια ομοιότητα με τον Καραγάτση, έχει και το βάρος του, έχει, αν θέλετε, τη δυσθυμία του, τη βαριά περπατησιά του. Η Νίκη Καραγάτση κάτι από την αθωότητα και την αλαφράδα και τη στωικότητα της Νίκης Καραγάτση, η Λασκαρώ κάτι από την πηγαία λαϊκότητα και το χιούμορ της Λασκαρώς. Προσπάθησα δηλαδή να είναι περισσότερο χαρακτηριστικά των συγγενικών προσώπων έτσι όπως τα αντιλαμβάνομαι εγώ. Μη ξεχνάτε άλλωστε, πως εγώ τον Καραγάτση δεν τον γνώρισα. Τη Νίκη Καραγάτση βέβαια την έζησα πολύ, όπως και τη γιαγιά Μίνα, τις χειρονομίες της, τον τρόπο που καθόταν, το αστικό ήθος το οποίο ερμηνεύει με εξαιρετική δεινότητα η Σμαράγδα Σμυρναίου, η μικρή Μανιώ όπως ερμηνεύεται από τη Σίσσυ Τουμάση που έχει ακριβώς αυτήν την έκφραση στα μάτια, ενός πληγωμένου ζώου, το ποίο δε μπορεί να ευδοκιμήσει λόγω μιας βαριάς σκιάς, αλλά δε χάνει ποτέ το κουράγιο και το χιούμορ της. Μην ξεχνάτε πως το μυθιστόρημα αυτό, η μάνα μου ξεκίνησε να το γράφει σχεδόν 20 χρονών και κατέληξε να το εκδώσει στα 70, διότι ο Καραγάτσης δεν τη θεωρούσε ικανή να γράψει ένα ολοκληρωμένο βιβλίο.

Σε ποιο βαθμό πιστεύετε πως έχει επηρεάσει η σχέση σας με τους χαρακτήρες του έργου, τον τρόπο με τον οποίο έχετε προσεγγίσει σκηνοθετικά την παράσταση; Με ποιον τρόπο προσπαθήσατε να εκφράσετε τη σχέση της μικρής Μαρίνας με τον πατέρα της;


Μέσα στο έργο, αυτό που φαίνεται είναι μια κρυφή συμμαχία των γυναικών. Αυτό είναι ένα ακόμη ζήτημα το οποίο θίγεται, έστω και ακροθιγώς, ή με έναν υπόγειο τρόπο στο μυθιστόρημα. Πώς η γυναίκα αντιστέκεται απέναντι στην ανδρική κυριαρχία. Κακοποιήσεις, υπάρχουν διάφορων ειδών μέσα στο κείμενο. Υπάρχει η σωματική όπως σας είπα, αλλά και ψυχική κακοποίηση την οποία υφίσταται η Λασκαρώ και υπάρχει και η καθαρά ψυχική και σε κάποιες στιγμές και σωματική, της μικρής Μανιώς από τον πατέρα της. Υπάρχει και η αντίσταση της Νίκης Καραγάτση απέναντι στην κυριαρχία του Καραγάτση, οπότε βλέπουμε διαφορετικών ειδών βία απέναντι στις γυναίκες και τη αντίστασή τους, ή τις συμμαχίες τους. Ο τρόπος που το αντιμετώπισα εγώ είναι φυσικά χωρίς διδακτισμούς και φεμινισμούς, ούτε κουνώντας το δάχτυλο, γιατί δεν υπάρχει κανένα τέτοιο στοιχείο στο μυθιστόρημα. Φαίνεται πεντακάθαρα όμως ότι η μικρή Μανιώ κάνει κούμα με τη Λασκαρώ, σαν το κόμμα αυτό να είναι μια σιωπηρή αντίσταση απέναντι στην κυριαρχία του συγγραφέα Καραγάτση. Από την άλλη, πρέπει να καταλάβει κανείς, ότι και ο Καραγάτσης, είναι ένας ιδιόμορφος και ιδιότυπος άνθρωπος. Προσπαθώ να κάνω να διαφανεί μέσα στην παράσταση ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν τις πλευρές τους, οι οποίες δεν τους κάνουν καλούς ή κακούς, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, ούτε στη ζωή ούτε στην τέχνη…


Το «Ευχαριστημένο» ήταν το πρώτο συγγραφικό εγχείρημα της μητέρας σας. Μάλιστα έλαβε και το βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω» το 2009. Η βράβευση αυτή, εντείνει το αίσθημα της ευθύνης που έχετε απέναντι στην οικογένειά σας, για το αποτέλεσμα που θα παρουσιαστεί στο κοινό;


 Όχι όχι, κανένα βραβείο δε μπορεί να δημιουργήσει αίσθηση ευθύνης. Το ίδιο ισχύει και για τα μυθιστορήματα του Καραγάτση με τα οποία ασχολήθηκα. Αυτό που με απασχολεί όταν κάνω θέατρο, είναι η ευθύνη απέναντι στην αλήθεια των σχέσεων. Αν προκύπτει με ενεργό και σωστό τρόπο, η σχέση μεταξύ των προσώπων και αν το αποτέλεσμα που παράγεται είναι εκρηκτικό και όχι βαρετό, μαλθακό ή ανόητο, τότε κανένα βραβείο και κανένα «πρέπει», δε σε ευνουχίζει ώστε να μην πεις αυτό που θέλεις. Στο κάτω κάτω της γραφής, μια παράσταση δεν είναι παρά μια προσωπική εκδοχή για κάτι. Άρα το μυθιστόρημα, είναι η αφορμή για να πεις εσύ κάτι σε σχέση με όλα αυτά. Δεν είναι η προσπάθεια απεικόνισης, ή πιστής αντιγραφής αυτών που λέει ένας συγγραφέας σε ένα χαρτί.


Ποιο είναι το μήνυμα το οποίο επιδιώκετε να περάσετε στο κοινό μέσα από αυτό σας το σκηνοθετικό εγχείρημα και η οικογένεια ως μικρόκοσμος της κοινωνίας, ποιο ρόλο διαδραματίζει αναφορικά παράσταση και τον τρόπο που σκηνοθετήσατε;


Δεν ξέρω, αλλά ίσως να έχετε αντιληφθεί ότι είμαι παντελώς εναντίον οποιουδήποτε μηνύματος. Δε θέλω να περάσω κανένα απολύτως μήνυμα με την παράστασή μου, ούτε και με καμιά άλλη παράστασή μου. Αυτό που προσπαθώ να κάνω πάντα, είναι να εκφράσω κάτι προσωπικό, σε σχέση με το μάταιο της ζωής, με το γρήγορο της ζωής, το οποίο το συγκρίνω με το γρήγορο της παράστασης. Μια παράσταση που διαρκεί δυο ώρες, είναι μια στιγμιαία έκλαμψη, η οποία περνάει και φεύγει. Με τον ίδιο τρόπο είναι και η ζωή. Πάντα λοιπόν, θέλω οι παραστάσεις μου να περιλαμβάνουν αυτό το στοιχείο, το στοιχείο του πρόσκαιρου, το στοιχείο του ελάχιστα επαρκούς, αλλά σημαντικού μέσα στην ανεπάρκειά του. Δεν υπάρχει κανένα μήνυμα, ούτε βλέπω κοινωνικά τα έργα. Προφανώς μέσα στην παράσταση, βλέπεις πως ήταν κάποτε και οι άνθρωποι. Αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν ηθογραφικά στοιχεία μέσα στο μυθιστόρημα, βλέπουμε διάφορες εκδοχές τάξεων και είδους ανθρώπων. Η Λασκαρώ ας πούμε που ανήκει στη λαϊκή τάξη, η γιαγιά Μίνα που ανήκει σε μια ανώτερη αστική τάξη αυτοδημιούργητων αστών, που ξεκινούν από τα νησιά και κάνουν περιουσίες, ο Καραγάτσης ανήκει στην τάξη των διανοουμένων που είναι μια τελείως διαφορετική τάξη και που γι’ αυτό συγκρούεται κιόλας με τους εφοπλιστές και δεν τους γουστάρει γιατί τους θεωρεί αμόρφωτους και άξεστους, όλα αυτά υπάρχουν.


Ο Όσκαρ Ουάιλντ είχε πει: «Θεωρώ το θέατρο ως τη μεγαλύτερη από όλες τις μορφές τέχνης, τον πιο άμεσο τρόπο με τον οποίο ένας άνθρωπος μπορεί να μοιραστεί με κάποιον άλλο, την αίσθηση του τι είναι να είσαι άνθρωπος». Εσείς έχετε προσπαθήσει να προσδώσετε έναν πιο «ανθρώπινο» τόνο στους χαρακτήρες του έργου και στις καταστάσεις που αντιμετωπίζουν; Είναι δηλαδή έντονα ενδεχομένως τα ψεγάδια τους, τα καλά και τα κακά στοιχεία τους;


Προσπαθώ να αντιμετωπίζω όλους τους χαρακτήρες πάντοτε προσπαθώντας να τους καταλάβω, να τους κατανοήσω, να τους δικαιολογήσω και τελικά, να προσπαθήσουμε να πάρουμε και το μέρος τους. Αλλιώς, πώς να υπερασπιστεί ένας ηθοποιός ένα ρόλο; Αν ένας ρόλος εμπεριέχει στοιχεία κακότητος, τότε δε μπορεί να τον υπερασπιστεί κανείς. Οι κακότητες, διαφαίνονται μέσα στο έργο ούτως ή άλλως. Δηλαδή, όταν ο Καραγάτσης χτυπάει το κουδούνι και η μικρή Μανιώ δε θέλει να πάει με τη δασκάλα της να μιλήσει γαλλικά και της λέει «Πήγαινε!» και αυτή λέει «Όχι, δεν πάω» και την πιάνει από το κοτσίδι και την πετάει έξω, σέρνοντάς την, αυτό από μόνο του, περιλαμβάνει μια βία. Δε χρειάζεται κανένα σχόλιο αυτό. Προφανώς ο Καραγάτσης μετά μετανιώνει, προφανώς έχει ένα δύσκολο χαρακτήρα και ένα νευρικό σύστημα το οποίο τον προδίδει στιγμές – στιγμές, αυτό όμως δε χρειάζεται κάποιο σχόλιο από εμάς.

Πρόκειται ουσιαστικά για τη δική σας οπτική, από την οποία έχετε παρουσιάσει τα βιώματα των χαρακτήρων…


Παρουσιάζουμε όλες τις πλευρές τους, χωρίς να τους κρίνουμε. Αυτό είναι σημαντικό για το κοινό, να βλέπει ότι δεν κρίνονται, δεν υπάρχει διδακτισμός σε κάτι. Και αν θέλετε, αυτό είναι και ένα μεγάλο πρόβλημα της σχολικής μας παιδείας. Γιατί δε μπαίνουν μυθιστορήματα του Καραγάτση στο σχολείο; Από σεμνοτυφία και διδακτισμό. Αν τολμούσαν στο ελληνικό σχολείο να διαδάξουν τον «Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου» ως ένα εγχειρίδιο που θα βοηθήσει τα παιδιά να καταλάβουν την Ελληνική Επανάσταση λίγο καλύτερα, καθώς και τα τρωτά της Ελληνικής Επανάστασης και όχι μόνο τους ηρωισμούς, τότε ίσως τα παιδιά να μη βαριόντουσαν τόσο πολύ και να μην καταλάβαιναν τι διαβάζουν. Αλλά δυστυχώς, υπάρχει αυτή η αίσθηση, ότι όλα πρέπει να είναι πολιτικώς ορθά. Η Ελληνική Επανάσταση είχε πάρα πολλά θετικά, ενδιαφέροντα και ηρωικά, είχε και πάρα πολλά προδωτικά, βρώμικα και πολλά που θέλουμε να κρύψουμε κάτω απ’ το χαλί. Ο Καραγάτσης, γράφοντας τον «Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου», γράφει για τον πρόγονό του, το Μήτρο Ροδόπουλο, που υπάρχει στα βιβλία του Αγώνα, έναν άνθρωπο που τούρκεψε, απαρνήθηκε δηλαδή την πίστη του και έγινε μουσουλμάνος, για να γλυτώσει. Γράφει για την ιστορία του, για το πώς εμφανίζεται μετά ως ήρωας, σχεδόν τυχαία, ένας τυχαίος ήρωας. Αυτό έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον, πάντως πολύ περισσότερο ενδιαφέρον από το να αντιμετωπίζεις τους αγωνιστές ως σπουδαίους ήρωες, τελεία και παύλα, τον Καραγάτση σαν δυνάστη, μισογύνη, ή δεν ξέρω τι άλλο, τελεία και παύλα, τη Μανιώ ως μια κακομοίρα τελεία και παύλα… Δεν έχει ενδιαφέρον αυτό…

Άρα θεωρείτε πως όλοι οι χαρακτήρες έχουν διάφορες πλευρές, οι οποίες προσεγγίζονται και διαφορετικά από κάθε άνθρωπο… Ίσως να βρίσκει ο θεατής και κάτι κοινό με το χαρακτήρα που παρακολουθεί…

Ασφαλώς. Αλλιώς γιατί να διαβάζουμε Ντοστογιέφκι; Ο Ντοστογιέφσκι αυτό ακριβώς το πράγμα κάνει. Παίρνει χαρακτήρες οι οποίοι είναι τόσο πρεσματικοί, πολύπλευροι και σχεδόν ακατανόητοι μερικές φορές, που μας προκαλούν ένα τρομερό ενδιαφέρον…

Πάνω σε αυτό που λέτε, θεωρείτε πως ανάλογα με τα προσωπικά βιώματα που έχει κάθε άνθρωπος, μπορεί να συμπαθήσει ή να αντιπαθήσει περισσότερο κάποιον χαρακτήρα που διαβάζει για αυτόν σε κάποιο βιβλίο, ή που τον παρακολουθεί σε κάποια θεατρική παράσταση;

Βέβαια, οι ταυτίσεις μοιραίες και επιθυμητές. Άλλοι ταυτίζονται με αυτόν, άλλοι με εκείνον… Παλιά θυμάστε πηγαίναμε στο σινεμά και βγαίναμε ως παιδιά από το σινεμά, έχοντας ταυτιστεί με κάποιον από τους ήρωες και στο δρόμο μετά παίζαμε σκηνές και αναλαμβάναμε ρόλους. Αυτό σημαίνει ότι υπήρξαν ταυτίσεις. Άλλος θα ταυτιστεί περισσότερο με τη Μανιώ, άλλος περισσότερο με τη Λασκαρώ, άλλος με τον Καραγάτση...

Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία, ή ίσως και πρόκληση, που αντιμετωπίσατε προσπαθώντας να αναπαραστήσετε, με το δικό σας τρόπο όπως μας περιγράφετε τόση ώρα, όσα περιλαμβάνονται στη θεατρική διασκευή του έργου;

Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν προφανώς να πάρω την αναγκαία απόσταση. Με άλλα λόγια, να τολμήσω να παραστήσω επί σκηνής, ανθρώπους που είναι πραγματικά πολύ αγαπημένοι μου και οι οποίοι δε ζούνε πια, όπως η γιαγιά μου. Ή να βάλω τη μάνα μου, ως παιδί μέσα στην παράσταση και κατόπιν, βιντεοσκοπημένη, ως ογδοντάχρονη γυναίκα. Δεν είναι απλό… Ασφαλώς είναι ένα προσωπικό τόλμημα να μη φοβηθώ να παραστήσω μέλη, μέρη και συμβάντα της οικογένειάς μου, με τρόπο που να «στέκει» θεατρικά, να μην είναι μελό, να μην είναι διδακτικό όπως σας είπα πριν και ταυτοχρόνως να συμβιβαστώ με το γεγονός ότι στο τέλος του μυθιστορήματος, η μητέρα μου επί της ουσίας, λέει στην οικογένειά μου, ότι σε λίγο θα πάει να τους συναντήσει…

Σίγουρα το να διαβάζει κάποιος τη διασκευή ενός έργου που αφορά συγγενικά του πρόσωπα, προκαλεί μια παραπάνω συγκίνηση στον ίδιο, σε σχέση με ένα έργο που οι χαρακτήρες δε σχετίζονται μαζί του. Όταν διαβάσατε τη διασκευή που είχε επιμεληθεί η Έρι Κύργια με βάση το μυθιστόρημα της μητέρας σας, πώς αισθανθήκατε;

Από τη στιγμή που ξεκίνησα να ασχολούμαι ενεργά με το θέμα της θεατρικής παραγωγής, για εμένα δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά μόνο η δουλειά. Άρα ο τρόπος με τον οποίο διάβασα τη διασκευή, ήταν όπως διαβάζω όλα τα θεατρικά κείμενα. Έκανα τις παρατηρήσεις μου που αφορούσαν τη λειτουργία της θεατρικής πράξης, τη διαδοχή των σκηνών, τις φλυαρίες, πράγματα που μου φαινόντουσαν περιττά και επικεντρώθηκα καθαρά στο ίδιο το θεατρικό κείμενο.

Σίγουρα ο χώρος της σκηνοθεσίας διαφέρει ριζικά από το χώρο της υποκριτικής. Στα τόσα χρόνια της καλλιτεχνικής σας πορείας, ποια είναι εκείνα τα στοιχεία, θετικά ή αρνητικά, που έχετε αποκομίσει από τους δυο αυτούς χώρους;

Δε βλέπω τους δυο αυτούς χώρους ξεχωριστά, νομίζω ότι είναι αλληλένδετοι. Η σκηνοθεσία και η υποκριτική είναι μεν δύο διακριτά επαγγέλματα και ενασχολήσεις, αλλά οπωσδήποτε με έναν τρόπο συνδέονται, αφορούν το ίδιο αντικείμενο. Το πώς περνάει κανείς από την υποκριτική στη σκηνοθεσία, είναι ένα ζήτημα… Πολλοί ηθοποιοί έχουν την ανάγκη να εκφραστούν σκηνοθετικά, ή να αναλάβουν την πλήρη, αν θέλετε, ευθύνη μιας παράστασης, αλλά η σκηνοθεσία όπως καλά γνωρίζετε, είναι κάτι το οποίο σου αποδεικνύει στην πράξη αν σε αντέχει ή όχι. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι φτιαγμένοι για σκηνοθέτες και δεν ήμουν καθόλου βέβαιος ότι ήμουν κι εγώ φτιαγμένος για σκηνοθέτης. Άρα λοιπόν έπρεπε να δοκιμαστώ, να αποδείξω στην πράξη και κυρίως να πειστώ εγώ ο ίδιος, για το αν η απόφασή μου είχε κάποιο νόημα, ή ήταν απλώς μια απόπειρα, όπως πάρα πολλών ανθρώπων που δοκιμάζονται στη σκηνοθεσία για μια ή δυο φορές και δεν το ξανακάνουν ποτέ.

Άρα θεωρείτε πως ο χώρος της σκηνοθεσίας μπορεί να σε «απορρίψει»…

Φυσικά, όπως και ο χώρος της υποκριτικής. Το σανίδι εκδικείται πάρα πολύ και είναι πολύ φανερό. Άρα λοιπόν δε θα μπορούσα ποτέ να σκηνοθετήσω δέκα παραστάσεις, αν είχα διαπιστώσει ότι δεν έχουν πρώτον καμιά απήχηση και δεύτερον ότι δεν έχουν κανένα νόημα σαν συνθέσεις. Αλλά είναι απλώς δική μου ναρκισσιστική αυτοεπιβεβαίωση. Η πράξη η ίδια με έκανε να συνεχίσω στο χώρο της σκηνοθεσίας. Φυσικά η υποκριτική και τα τόσα χρόνια που λειτούργησα στο χώρο της και συνεχίζω να λειτουργώ, είναι ένα τεράστιο σχολείο και νομίζω ότι είναι η βάση του επαγγέλματος. Λειτουργώντας μέσα σε θιάσους και σκηνοθεσίες άλλων, έμαθα πάρα πολλά για το χώρο του θεάτρου και έτσι όταν πέρασα στη σκηνοθεσία, μπορούσα να καταλάβω καλύτερα τα προβλήματα του ηθοποιού, ή τι είχε ανάγκη ένας ηθοποιός για να μπορέσει να λειτουργήσει, πέραν φυσικά της σκηνοθετικής ιδέας που πρέπει να υπάρχει για να λειτουργήσει μια παράσταση, υπάρχει από μένα μεγάλη φροντίδα και μεγάλη ενασχόληση με τον ίδιο τον ηθοποιό, έτσι ώστε να μπορέσει να αποδώσει, να αισθανθεί ένα κλίμα στο οποίο είναι συνδημιουργός, αλλά λειτουργεί κάτω από τη σκηνοθετική μπαγκέτα κάποιου, συνυπάρχει με άλλους ηθοποιούς και τον βοηθώ σε επίπεδο coaching, δηλαδή σε επίπεδο υποκριτικής απόδοσης. Δε θεωρώ λοιπόν ότι ο σκηνοθέτης είναι απλώς κάποιος ο οποίος έχει μια ιδέα και τοποθετεί τους ανθρώπους πάνω στη σκηνή, αλλά τους διδάσκει με πολλούς τρόπους, πώς να πλησιάσουν τους ρόλους και πως να αυτενεργήσουν, πώς να δώσουν δικά τους προσωπικά στοιχεία στους ρόλους τα οποία να έχουν σχέση με τη δική τους προσωπικότητα, με τα δικά τους βιώματα. Άρα ο χώρος της υποκριτικής είναι για μένα ένα τεράστιο σχολείο προκειμένου να περάσουν στο χώρο της σκηνοθεσίας. Αρνητικά πράγματα για το χώρο του θεάτρου υπάρχουν πολλά, αλλά δε νομίζω ότι είναι της παρούσης να τα πούμε, γιατί για εμένα το θέατρο είναι πια ένας τρόπος ζωής που ό,τι αρνητικό και να έχει, είναι ουσιαστικά η ζωή μου. Δεν έχει νόημα λοιπόν να κάθεσαι και να σχολιάζεις τη γυναίκα σου, από τη στιγμή που είναι η αγάπη της ζωής σου.

Γνωρίζουμε πως τρέφετε μια ιδιαίτερη αγάπη για το θέατρο, διατηρώντας μια επιτυχημένη πορεία στο χώρο εδώ και αρκετά χρόνια. Από την απλή αγάπη όμως, μέχρι το σημείο να αποφασίσετε να ανοίξετε ένα δικό σας θέατρο, σίγουρα η απόσταση είναι αρκετά μεγάλη. Ποιο ήταν το γεγονός εκείνο που σας παρακίνησε να πάρετε αυτήν την τόσο σημαντική απόφαση;

Το γεγονός ήταν ότι στη φάση της ζωής μου που βρισκόμουν τότε,  είχα πολύ πρόσφατη την εμπειρία μιας ομαδικής εργασίας όπως ήταν το Θέατρο «Εμπρός», το οποίο έκλεισε στα τέλη του αιώνα και διατηρήθηκε από τον Τάσο Μπαντή στο ξεκίνημα του 21ου. Εγώ λοιπόν προερχόμουν από αυτήν την εμπειρία, η οποία με είχε σημαδέψει, με είχε κάνει να καταλάβω το λόγο για το οποίο θέλω να κάνω θέατρο. Αυτού του είδους η έμπνευση και η ομαδικότητα, βρήκαν πρόσφορο έδαφος στην επαφή μου με τον τωρινό διευθυντή του Εθνικού, το Στάθη Λειβαδινό και μαζί αποφασίσαμε ένα εγχείρημα. Το εγχείρημα αυτό αρχικά δεν περιλάμβανε δικό μου χώρο, αλλά έναν νοικιασμένο, ήταν το Από μηχανής θέατρο. Η επιτυχία του εγχειρήματος, γιατί τότε ο Λειβαδινός σκηνοθετούσε, εγώ έπαιζα στο έργο που κάναμε τότε ως πρώτη μας παραγωγή, μας έκανε να συνεχίσουμε μαζί για κάμποσα χρόνια και τότε προέκυψε το Θέατρο «Πορεία», το οποίο αγόρασα και από τότε στεγάζει την θεατρική εταιρεία «Δόλιχος». Φυσικά το θέατρο «Πορεία» ήταν και πριν θέατρο, έχει μια μακρά ιστορία την οποία έχω την τύχη να συνεχίζω. Ιδρύθηκε το 1961 αν δεν κάνω λάθος. Το τόλμημα του να ξεκινήσω μια δική μου στέγη και δικές μου παραγωγές, ήταν πράγματι μεγάλο. Η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύτηκα πολύ τα πρώτα πέντε με επτά χρόνια, διότι το να μάθεις σε ένα ολοκληρωτικό επίπεδο το θέατρο χρειάζεται εξάσκηση, όπως όλα τα πράγματα. Σιγά σιγά άρχισα να βρίσκω τα πατήματά μου έτσι ώστε να αποκτήσω την εμπειρία, τον τρόπο να στήσω σωστά το Θέατρο «Πορεία», το οποίο σιγά σιγά άρχισε να μεγαλώνει και να αποκτά μεγάλη διείσδυση στο θεατρόφιλο κοινό, ώστε σήμερα να θεωρείται πια ένα από τα καθιερωμένα και πολύ καλά θέατρα των Αθηνών.

Θα μπορούσατε να μας δώσει μερικά στοιχεία σχετικά με τα επόμενα βήματα στην επαγγελματική σας πορεία; Τι να περιμένουμε από εσάς από εδώ και στο εξής και μετά την παράσταση «Το Ευχαριστημένο»;

Αυτό που κάνουμε αυτή τη στιγμή, είναι ένα θέατρο ρεπερτορίου, το οποίο εμπλουτίζεται συνεχώς με νέες παραστάσεις. Αυτή τη στιγμή λοιπόν παίζεται ο «Γιούνκερμαν», ο οποίος θα επαναληφθεί του χρόνου λόγω της τεράστιας απήχησης που έχει. Ταυτοχρόνως «Το Ευχαριστημένο» περιοδεύει και ο Άρης Μπινιάρης παίζει την καινούρια παράστασή του «Το ύψωμα 731», η οποία είναι ένα ροκ ορατόριο, με το γνωστό ύφος του Μπινιάρη. Ταυτοχρόνως, κάνουμε ακροάσεις και ετοιμάζω μια καινούρια παράσταση για το Γενάρη του 2020, η οποία θα βασίζεται στην ελληνική ερωτική ποίηση, με ποιήματα πολλών και γνωστών ποιητών από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και με κορμό ένα ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου, την «Οδό των Φιλελλήνων». Θα το στηρίξουν νέοι και νέες ηθοποιοί που θα παίζουν και μουσικά όργανα και θα τραγουδούν. Θα κάνουμε το «Όνειρο καλοκαιρινής Σαίξπηρ» του Σαίξπηρ και λίγο μετά θα κάνουμε ένα έργο του αγαπημένου θεατρικού συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη, ο οποίος έγραψε κατά παραγγελίαν ένα έργο για εμάς, το οποίο βασίζεται στο «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» και λέγεται «Μάταιος Έρωτας», αλλά βεβαίως με το γνωστό τολμηρό και αιρετικό ήθος του Δημητριάδη.

Άρα ο έρωτας και η αγάπη έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στα επόμενα βήματά σας…

Πάρα πολύ σωστά το λέτε, θα κάνουμε μια καταβύθιση στην αγάπη…

Συνέντευξη: ΜΑΡΙΑ ΣΜΗΝΑ

Για περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο: "ΤΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΕΝΟ" της Μαρίνας Καραγάτση στο Θέατρο Αυλαία

Πηγές φωτογραφιών: κεντρική: poreiatheatre.com