ΕΠΙΚΑΙΡΑ

6/recent/ticker-posts

Κλώντ Μονέ: Ο πατέρας του ιμπρεσιονισμού


Οι περισσότεροι από εμάς αγαπήσαμε τους πίνακες του Μονέ χωρίς να γνωρίζουμε καν το όνομά του, λόγω των πασίγνωστων ελαιογραφιών του με τους παστέλ τόνους που απεικονίζουν νούφαρα, γαλήνιους κήπους και γιαπωνέζικες πεζογέφυρες. Ο Γάλλος καλλιτέχνης χειρίστηκε το φως και τη σκιά για να αποτυπώσει τοπία με πρωτοποριακό τρόπο, για αυτό και ζωγράφιζε σειρές όμοιων θεμάτων, ώστε να μελετήσει τη μεταβολή του φωτός. Μεταξύ άλλων, ο ταλαντούχος εικαστικός ήταν ο πρώτος Ιμπρεσιονιστής, καθώς ο τίτλος ενός από τους πιο γνωστούς του πίνακες, “Impression, soleil levant” (1872), ενέπνευσε τον κριτικό τέχνης Louis Leroy να χρησιμοποιήσει τον όρο Ιμπρεσιονισμό, αν και με χλευαστική διάθεση και περιφρόνηση προς τους νέους καλλιτέχνες. Οι Ιμπρεσιονιστές όμως ταυτίστηκαν με τον όρο αυτό και έτσι ο όρος αυτός παρέμεινε στην ιστορία της τέχνης.


Ο σπουδαίος ζωγράφος γεννιέται στις 14 Νοεμβρίου του 1840 στο Παρίσι από τον Αδόλφο Μονέ, εύπορο παντοπώλη που διακινούσε προμήθειες πλοίων και την Λουίζ Ζουστίν Ομπρί. Το 1845 μετακομίζει με την οικογένεια του στη Χάβρη που αποτελεί σημαντικό λιμάνι στις όχθες του Σηκουάνα. Εκεί από πολύ μικρή ηλικία τού καλλιεργείται το ενδιαφέρον για το αγροτικό και θαλασσινό τοπίο, το οποίο παραμένει αμείωτο κατά την διάρκεια της καριέρας του. Ο Μονέ είναι αντιδραστικός μαθητής, δεν προσέχει στο μάθημα και σχεδιάζει καρικατούρες των καθηγητών και συμμαθητών του με μολύβι και κάρβουνο. Αυτά αποτελούν και τα πρώτα του έργα στην ηλικία των 15 χρόνων. Ο πατέρας του δεν χαίρεται καθόλου με την αγάπη του γιου του για την τέχνη, καθώς τον προορίζει να αναλάβει την επιχείρησή του.


Το 1957 είναι μια χρονιά πολύ δύσκολη για τον Μονέ, διότι πεθαίνει η πολυαγαπημένη του μητέρα, που πίστευε πολύ στο ταλέντο του και μετακομίζει στη θεία του. Όμως, ένα χρόνο μετά, γνωρίζει τον πρώτο του “πνευματικό πατέρα”, τον Εζέν Μπουντέν ο οποίος τον ενθαρρύνει να αντλεί τα θέματά του από την ύπαιθρο. Εκτός από δάσκαλός του είναι και ο πρώτος του φίλος, στον οποίο μπορεί να εκφράζει τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες. 

Εξοχή, 1958 

Τον επόμενο χρόνο, εγκαθίσταται στο Παρίσι και συνεχίζει τις σπουδές του στην Ελβετική Ακαδημία. Η φοίτηση του Μονέ στην Ακαδημία δεν είναι πολύ ευχάριστη, γιατί δεν του αρέσει να αντιγράφει την τέχνη του Λούβρου και να ζωγραφίζει σκηνές από αρχαίους ελληνικούς και ρωμαϊκούς μύθους. Θλιμμένος και πιεσμένος από την οικονομική του κατάσταση αποπειράται να αυτοκτονήσει πηδώντας στον Σηκουάνα από μια γέφυρα. Το ότι επιζεί τον κάνει να μην τα παρατάει και αρχίζει να ξοδεύει χρόνο με άλλους απογοητευμένους συμφοιτητές του, όπως ο Καμίλ Πισαρό και ο Γκυστάβ Κουρμπέ.

Την περίοδο 1860-1862 επιστρατεύεται στο Πρώτο Τάγμα του Αφρικανικού Ελαφρού Ιππικού και ταξιδεύει στην Αλγερία. Ενώ δεσμεύεται να υπηρετήσει για επτά χρόνια, πάνω στον δεύτερο χρόνο αρρωσταίνει βαριά από τυφοειδή πυρετό και η θεία του παρακαλεί τις αρχές να τον αποδεσμεύσουν, με τον όρο ότι θα ολοκληρώσει τις σπουδές του στην τέχνη. Ο Μονέ επιστρέφοντας στο Παρίσι αποφασίζει να μη σπουδάσει σε κάποια Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά σε μια ιδιωτική σχολή,αφού δεν τον άφησε καθόλου ευχαριστημένο η προηγούμενη παραδοσιακή διδασκαλία.

Ηλιοβασίλεμα πάνω από την θάλασσα, 1862 

Εκείνη την περίοδο, συνηθίζει να επισκέπτεται το ατελιέ του Σάρλ Γκλαίρ, αλλά και την ελεύθερη Ακαδημία “Suisse”. Εκεί έρχεται σε επαφή με ήδη καταξιωμένους ζωγράφους, όπως ο Ντελακρουά, ο Ρενουάρ, ο Μπαζίλ και ο Άλφερντ Σίσλευ, ενώ παράλληλα συχνάζει και στη “Brasserie des Martys” που είναι τόπος συνάντησης των ρεαλιστών με επικεφαλή τον Κουρμπέ. Ο Άλφερντ Σίσλευ απεικονίζεται σε όλες τις μορφές του πίνακα του Μονέ, “Πικ-Νικ” και πέρα από την αδελφική φιλία που τους δένει, ανταλλάσσουν κοινές απόψεις για τη ζωγραφική, οι οποίες αργότερα μετουσιώνονται στο κίνημα του ιμπρεσιονισμού.

Πρόγευμα στη χλόη, 1866 

Το 1870 παντρεύεται την Καμίλ Ντονσιέ, με την οποία ήδη συζεί πολλά χρόνια και έχουν έναν γιο, τον Ζαν. Η Καμίλ είναι το μόνο μοντέλο για τις γυναικείες φιγούρες των έργων του Μονέ. Η “Γυναίκα με το πράσινο φόρεμα” του φέρνει μεγάλη αναγνωσιμότητα και είναι ένας από τους πολλούς πίνακές του όπου απεικονίζεται η Ντονσιέ. 

Η γυναίκα με το πράσινο φόρεμα, 1866 

Κατά τη διάρκεια του Γάλλο - Πρωσικού πολέμου καταφεύγει στο Λονδίνο, ώστε να αποφύγει τη στράτευση. Σύντομα επιστρέφει στη Γαλλία και το 1874 συμμετέχει στην πρώτη έκθεση της ομάδας των Ιμπρεσιονιστών στο Παρίσι με τον καθοριστικό για την καριέρα του πίνακα, “Impression, soleil levant” (Εντύπωση, ανατέλλων ήλιος). Ο τίτλος δηλώνει έναν νέο προσανατολισμό, την πρόθεση του καλλιτέχνη να παρουσιάσει ένα καθορισμένο τοπίο, αλλά και την προσωπική του έκπληξη μπροστά σε αυτό το τοπίο. Ωστόσο, δεν προλαβαίνει να χαρεί για πολύ την επιτυχία του, αφού το 1879 πεθαίνει η σύζυγος του στα 32 της χρόνια, αφήνοντάς τον πίσω μόνο, με δύο παιδιά. 

Εντύπωση, ανατέλλον ήλιος, 1874 

Τον Απρίλιο του 1883 μετακομίζει σε ένα χωριό μόλις 65 χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα, το Ζιβερνύ. Μένει σε ένα αγροτόσπιτο δίπλα στον ποταμό Επτ και χρησιμοποιεί τον αχυρώνα σαν στούντιο ζωγραφικής. Μαζί του μετακομίζει η Αλίς Οσεντέ, η ερωμένη του και από το 1891 και μετά σύζυγός του, με τα έξι της παιδιά. Μάλιστα, μια από τις κόρες της Οσεντέ παντρεύτηκε αργότερα έναν από τους γιους του Μονέ.

Ο κήπος του Μονέ, 1879 

Στις δεκαετίες του 1880 και 1890, ο μεγάλος εικαστικός ξεκινά να δημιουργεί σειρές πινάκων, όλοι βασισμένοι σε ένα κοινό θέμα, το οποίο όμως αποδίδει κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο ή με διαφορετική τεχνοτροπία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα έργα που απεικονίζουν τον προσωπικό του κήπο στο Ζιβερνύ. Μέσα σε αυτά τα χρόνια ο Μονέ προσλαμβάνει κηπουρούς για να φυτέψουν κάθε λογής φυτό στον κήπο του από παπαρούνες μέχρι μηλιές, ώστε να τον μετατρέψουν σε ένα όμορφο και ήσυχο μέρος για να δημιουργεί. Όταν αποκτά αρκετά χρήματα από τις πωλήσεις των έργων του, τοποθετεί μια ιαπωνική πεζογέφυρα στην λίμνη του και εισάγει νούφαρα από την Αίγυπτο και τη Νότια Αμερική. Για τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής του, ζωγραφίζει τα νούφαρα σε μια σειρά από πίνακες που παρουσίαζαν τα φυτά σε διαφορετικό φως και υφές. Μάλιστα προσλαμβάνει έναν κηπουρό για να κουβαλάει μια βάρκα στη λίμνη κάθε πρωί και να καθαρίζει όλα τα νούφαρα ένα ένα, ώστε το φως να αντανακλάται καλύτερα!

Νούφαρα, 1916 

Στα εξήντα του χρόνια, ο Μονέ ξεκινά να αντιμετωπίζει προβλήματα όρασης και το 1912 διαγιγνώσκεται με καταρράκτη. Όταν τυφλώνεται τελείως, το 1922, συνεχίζει τη ζωγραφική με την απομνημόνευση των θέσεων των διαφορετικών χρωμάτων στην παλέτα του. Οι τεχνοκριτικοί τον κοροϊδεύουν λέγοντας ότι το ιμπρεσιονιστικό του στυλ οφείλεται στη φτωχή του όραση και όχι στην καλλιτεχνική του λαμπρότητα. Μετά από δύο χειρουργικές επεμβάσεις το 1923, ο ζωγράφος φοράει γυαλιστερά γυαλιά για να διορθώσει την παραμορφωμένη αντίληψη του χρώματος και έχει την ικανότητα να δει το υπεριώδες φως. 

Ηλιοβασίλεμα στο Κοινοβούλιο 

Στην ηλικία των 86, δηλαδή το 1926, αυτό το μεγάλο αστέρι “σβήνει”, με αιτία τον καρκίνο του πνεύμονα. Έχει την τύχη να πεθάνει ως πλούσιος και αναγνωρισμένος ζωγράφος. Από το 1980 και μετά, το σπίτι του στο Ζιβερνύ είναι ανοιχτό στους τουρίστες για να επισκεφτούν τους κήπους του και να θαυμάσουν τα σπάνια χαρακτικά του και ενθύμια.

Ο κήπος του Μονέ στο Ζιβερνύ 

Αυτό που καθιστά ξεχωριστό τον Κλώντ Μονέ από τους άλλους καλλιτέχνες είναι ότι παρά το εξαιρετικό του ταλέντο, ήταν ένας κανονικός άνθρωπος, που ήθελε να ζήσει μια ευτυχισμένη ζωή. Εκείνη την εποχή οι περισσότεροι που ασχολούνταν με την τέχνη, ζούσαν μια πολυτάραχη και μποέμικη ζωή, ήταν απρόβλεπτοι και ιδιόρρυθμοι χαρακτήρες. Το μυστικό της επιτυχίας του μεγάλου Ιμπρεσιονιστή ήταν ότι επέμενε πολύ, δεν εγκατέλειπε ποτέ αυτό που αγαπούσε και υποστήριζε ότι όποτε υπάρχει πάθος και πίστη σε αυτό που κάνουμε, τότε μπορούμε να καταφέρουμε όλους τους στόχους μας.