ΕΠΙΚΑΙΡΑ

6/recent/ticker-posts

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΠΟΥΡΔΟΥΜΗΣ: ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΘΙΑΣΜΕΝΟΙ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΙ


Ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης, με μια επιτυχημένη πορεία 20 ετών στο χώρο της υποκριτικής, μπορεί να χαρακτηριστεί με σιγουριά ως ένας από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς της γενιάς του. Φέτος, εκτός των άλλων, πρωταγωνιστεί και στην παράσταση «Ράφτης Κυριών» και με αφορμή της παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη συνομίλησε μαζί μας για το ρόλο του και όχι μόνο. 

Πρωταγωνιστείτε στο έργο του Ζωρζ Φεντώ «Ράφτης Κυριών». Τι είναι αυτό ακριβώς που πραγματεύεται το έργο; Μιλήστε μας λίγο και για το ρόλο που εσείς διαδραματίζεται σε αυτό.

Πρόκειται για το πρώτο έργο του Φεντώ, το οποίο είχε κάνει πολύ μεγάλη αίσθηση στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Φεντώ είναι ένας δαιμόνιος συγγραφέας που σατιρίζει με έναν εξαιρετικό τρόπο την άρχουσα αστική τάξη της εποχής του μέσα από την περίφημη «φάρσα», και ουσιαστικά αυτός ανοίγει το χορό γύρω από αυτό το υπέροχο θεατρικό είδος. Στο έργο βλέπουμε να δημιουργούνται πολλές παρεξηγήσεις γύρω από το θέμα του έρωτα. Ο Μουλινό, συγκεκριμένα, είναι ένας γιατρός περιωπής, ο οποίος όμως έχει διάφορες ερωμένες και πέφτει θύμα των ψεμάτων που λέει. Παράλληλα, όμως, παρακολουθούμε και τα ψέματα, που λένε οι υπόλοιποι γύρω από αυτόν. Πράγμα που ο Φεντώ το κάνει με μια υπέροχη σάτιρα, αρκετά σκληρή για την εποχή της και πολύ χαριτωμένη βλέποντάς την τώρα. Έχει δαιμονιώδη ρυθμό, εξαιρετικά αστείες καταστάσεις, και αυτό ακριβώς είναι ένα ζητούμενο και μια πρόκληση για κάθε ηθοποιό, που παίζει έργα του και ειδικά τέτοιους βασικούς ρόλους όπως είναι του Μουλινό. 

Θεωρείτε πως ο Ζεράρ Μουλινό θα μπορούσε να εντοπίσει στοιχεία του χαρακτήρα του σε εσάς;

Ελπίζω πως όχι (γελάει)! Ο Μουλινό από τα τόσα ψέματα που λέει δεν μπορεί, εν τέλει, να διαχωρίσει την αλήθεια από το ψέμα. Βέβαια, λόγω των ψεμάτων, που αναγκάζεται να πει για να σώσει το τομάρι του τελικά ξεμπροστιάζει και τους υπόλοιπους, γιατί κι αυτοί κατά κάποιο τρόπο κρύβουν την αλήθεια και λένε πολλά ψέματα. Και αυτό ουσιαστικά είναι το πολύ αστείο του πράγματος, κάνοντάς το τελικά ένα πολύ χαριτωμένο έργο. Ανεβαίνει ακριβώς όπως ήταν στην εποχή του, όσον αφορά την όψη της παράστασης, και με έναν πολύ έξυπνο τρόπο, όπου οι περίφημες πόρτες που υπάρχουν σε αυτά τα έργα και ανοιγοκλείνουν και μπαίνουν-βγαίνουν εραστές, ερωμένες και ούτω κάθε εξής, έτσι και στη δική μας παράσταση οι ίδιες οι πόρτες «φτιάχνουν» το χώρο, μετακινούνται μέσα στη σκηνή με ένα ιδιαίτερο τρόπο. Συγχρόνως, αναδεικνύονται πάρα πολύ όμορφα και τα κοστούμια της παράστασης, που έχει φτιάξει ο Μίλτος, τα οποία είναι εποχής και με ιδιαίτερο γούστο. 



Ποιο κατά τη γνώμη σας είναι το στοιχείο εκείνο που προσδίδει διαχρονικότητα σε ένα κείμενο του 19ου αιώνα καθιστώντας το πάντα επίκαιρο;

Νομίζω ότι είναι τόσο έξυπνο αυτό που κάνει ο Φεντώ σαν δραματουργία, πέρα από το αστείο του πράγματος, που σίγουρα σε κάθε εποχή μπορούμε να αναγνωρίσουμε τέτοιους χαρακτήρες, έστω και ακραίους όπως είναι ο Μουλινό. Οπότε νομίζω για αυτό και θα παίζονται ανά τους αιώνες τα έργα του, γιατί ουσιαστικά ο θεατής αναγνωρίζει μέσα από την κωμωδία και τη σάτιρα του Φεντώ τα ίδια ψέματα, που μπορεί να λέει και ο ίδιος στον εαυτό του ή στους άλλους με έναν τρόπο. Απλώς το απαλύνει με την κωμικότητα των καταστάσεων. Έχει πολύ ενδιαφέρον, ακόμη και τώρα στην εποχή μας, ο θεατής να ταυτίζεται πάρα πολύ με τον Μουλινό, αλλά και με όλους τους ήρωες, γιατί πολύ απλά βλέπει σε αυτόν κάτι από την ίδια την ανασφάλεια στο να χειριστεί την αλήθεια του. Πολλές φορές μπορεί να δεις στη ζωή να είναι λίγο δραματικά τα αποτελέσματα, αλλά τουλάχιστον εδώ η κωμική του πλευρά με έναν τρόπο τα σώζει. Νομίζω ότι ο Φεντώ θεωρείται πλέον κλασικός και αυτό φαίνεται και από τα πάρα πολλά ανεβάσματα των έργων του, που γίνονται στη χώρα μας αλλά και διεθνώς. 

Πιστεύετε ότι ο «Ράφτης Κυριών» ως μια κλασική φαρσοκωμωδία επιλέγεται ευκολότερα από το κοινό σε σχέση με πιο δραματικές παραστάσεις ή μήπως το αντίθετο;

Δε νομίζω ότι έχει να κάνει τόσο με το εύκολο ή το δύσκολο. Έχει να κάνει, πιστεύω, με την πρόθεση του κοινού το πώς επιλέγει να περάσει μια θεατρική βραδιά. Βέβαια, το ότι επιλέγει μια κωμωδία δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα περάσει και καλά. Έχει να κάνει περισσότερο με την ποιότητα της παράστασης. Το έργο είναι εκεί, θα παίζεται ξανά και ξανά, οπότε η παράσταση πρέπει να αναδείξει το έργο και οι ηθοποιοί καλούνται στη συνέχεια να αναδείξουν τους υπέροχους ρόλους. Και, ειδικότερα, η πορεία της στην Αθήνα, που παίζεται από τον Οκτώβριο κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Από Μηχανής Θέατρο, μας έχει δώσει το δικαίωμα να ευελπιστούμε ότι και στη Θεσσαλονίκη ο κόσμος θα περάσει εξίσου καλά. Έχουμε φτιάξει μια πολύ «σπιντάτη», γρήγορη, πολύ σωματική παράσταση με έναν ιδιαίτερο τρόπο, χωρίς όμως να προδίδουμε στην ουσία το πνεύμα. Ο Φεντώ έχει τέτοιους ρυθμούς, που ο σκηνοθέτης έχει αποφασίσει να τους αποδομήσει, έτσι ώστε να αποδομήσει το έργο του και την ουσία του.

Ποιο από τα δύο είδη εκτιμάτε πως έχει περισσότερο ανάγκη σήμερα ο κόσμος, την κωμωδία ή το δράμα;

Κάθε ένα από τα δύο είδη κάτι μας δίνει, σε κάτι μας συμπληρώνει. Βέβαια, είμαι λάτρης της άποψης ότι σε κάθε κωμική πλευρά υπάρχει και μια δραματική και το αντίστροφο. Σαφώς υπάρχουν και έργα πολύ σκληρά, αλλά νομίζω ότι και μέσα στη σκληρότητα μιας πολύ δύσκολης στιγμής που βιώνει ο κάθε άνθρωπος, άρα και κάποιος ήρωας σε κάποιο έργο. Μπορούμε έστω να χαμογελάσουμε στις δύσκολες στιγμές ή αντίστοιχα να ρίξουμε και εμείς μαύρο δάκρυ στα πολύ κωμικά πράγματα που συμβαίνουν, ιδιαίτερα αν πρόκειται και για μια ωραία παράσταση. Ο κόσμος, συνεπώς, επιλέγει παραστάσεις. Δεν επιλέγει είδη, νομίζω. 



Η παράσταση στηλιτεύει τον επιφανειακό καθωσπρεπισμό της εποχής. Πιστεύετε πως και σήμερα οι άνθρωποι δίνουν περισσότερη σημασία στο «φαίνεσθαι» παρά στο «είναι»;

Αυτή είναι μια κλασική συμπεριφορά των ανθρώπων, καθώς πολλές φορές η ματαιοδοξία είναι τόσο μεγάλη ώστε να χάσουν την ουσία της ζωής και των σχέσεων με τους άλλους ανθρώπους. Θέλει ένα μέτρο σε αυτό το κομμάτι. Σίγουρα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τα τελευταία 10 χρόνια στη χώρα μας, που βρίσκονται σε έξαρση, δεν βοηθάνε σε αυτό. Χρειάζεται μια ισορροπία γιατί λαθεμένα πιστεύουμε πως μέσα από αυτά θα καταξιωθούμε στους γύρω μας, στους φίλους μας, στην κοινωνία την ίδια και καμιά φορά χάνουμε το μέτρο. Έτσι, και ο Μουλινό χάνει το μέτρο γιατί πολύ απλά δεν έχει κατασταλάξει στο αν ψάχνει την ουσιαστική αγάπη ή αν την προσπερνάει για να βρει το εφήμερο του έρωτα.

Ο Ζωρζ Φεντώ στο έργο του καυτηριάζει με χιούμορ τις ανθρώπινες αδυναμίες. Πόσο επιρρεπής είναι κατά την άποψή σας ο άνθρωπος στα πάθη του και πόσο δύσκολο είναι κάποιος να καταφέρει να αντισταθεί σε αυτά;

Το πάθος είναι από μόνο του κάτι που το αναζητά ο άνθρωπος. Πάθος για τη δουλειά του, για έναν άλλον άνθρωπο, οπότε καλό είναι να είμαστε παθιασμένοι. Αρκεί, βέβαια, να είμαστε παθιασμένοι με τα σωστά πράγματα στη ζωή, με τα θετικά πάθη δηλαδή, και όχι με πάθη τα οποία ουσιαστικά μας ρίχνουν κάτω και ως παραδείγματα θα φέρω τον αλκοολισμό, τα χαρτιά και άλλα τέτοια πράγματα, τα οποία δεν μας βοηθούν να προχωρήσουμε στη ζωή μας. Οπότε καλό είναι να είμαστε παθιασμένοι για να μπορούμε να είμαστε και δημιουργικοί. 

Στην παράσταση χρησιμοποιείται το τέχνασμα της πόρτας για να εντείνει την δραματικότητα των χαρακτήρων. Επιτυγχάνεται εν τέλει ο σκοπός αυτός;

Ελπίζουμε να το διαπιστώσετε εσείς αυτό! Πρόκειται για ένα κόλπο το οποίο χρησιμοποιείται σχεδόν σε όλα τα έργα του Φεντώ και αποτελεί ένα πάρα πολύ δύσκολο στοίχημα για όλους τους ηθοποιούς καθώς ο ρυθμός είναι φρενήρης. Οπότε καλό είναι να τις έχουμε φτιάξει ανθεκτικές για να μην μας δημιουργούν τεχνικά προβλήματα κάθε φορά (γελάει). Σίγουρα, όμως, παίζουν κι αυτές το ρόλο τους και μάλιστα είναι καταλυτικός. 



Όπως σε κάθε έργο με ίντριγκες, απιστίες, μυστικά και παρεξηγήσεις, έτσι και στον «Ράφτη Κυρίων» λύνεται στο τέλος το κουβάρι προσφέροντας λύτρωση τόσο στους ηθοποιούς όσο και στους θεατές;

Ο ηθοποιός δεν χρειάζεται να λυτρωθεί από τίποτα, ούτε θεωρώ ότι ο θεατής πρέπει να λυτρώνεται κάθε φορά που βλέπει μια παράσταση. Χρειάζεται περισσότερο μετά την παρακολούθηση μιας παράστασης να υπάρχει τροφή για συζήτηση με τους υπόλοιπους που θα δουν την ίδια παράσταση. Δεν θεωρώ ότι είναι απαραίτητο να λυτρωνόμαστε, εκτός κι αν μιλάμε για μεγαλειώδη θεατρικά είδη. Στην παρούσα φάση, το συγκεκριμένο θεατρικό είδος έχει να κάνει με την κωμωδία και το άφθονο γέλιο, να περάσει ο κόσμος όμορφα για μιάμιση ώρα σε αυτήν την θεότρελη παράσταση, με όλους αυτούς τους τρελούς που κυκλοφορούν πάνω στη σκηνή. Οπότε και για μας είναι στοίχημα να περάσει καλά και ο θεατής. 

Δεδομένου ότι έχετε υπηρετήσει εξίσου θέατρο και τηλεόραση, πείτε μας ποιες είναι οι διαφορές παίζοντας σε ζωντανό κοινό ή μπροστά από μια κάμερα;

Οι διαφορές έχουν να κάνουν περισσότερο με τις τεχνικές, αλλά σίγουρα όταν υπάρχει ένα ζωντανό κοινό όσο κι αν δεν παίζεις για αυτούς παίζεις μέσα από αυτούς, μέσα από το κοινό στην ουσία. Αλλά και η κάμερα αποτελεί ένα τρίτο μάτι το οποίο σε παρακολουθεί. Είναι αυτό που έλεγε πολύ σωστά ο Μάικλ Κέιν στο βιβλίο του «Μπροστά στην Κάμερα»: Όταν παίζουμε μπροστά από μια κάμερα πρέπει να κρύβουμε τα πράγματα, ενώ όταν παίζουμε μπροστά στον κόσμο πρέπει αυτά τα πράγματα να τα μεγαλοποιούμε, γιατί τότε απευθυνόμαστε σε περισσότερο κόσμο και όχι σε ένα μικρό κουτί.»

Ποιο είναι δηλαδή αυτό που σας γοητεύει περισσότερο και εν τέλει σας κερδίζει; Η τηλεόραση ή το θέατρο;

Και τα δύο, δεν έχω τέτοια στεγανά και διαχωρισμούς, τα απολαμβάνω και τα δύο εξίσου. Σίγουρα, και εγώ, όπως και οι περισσότεροι Έλληνες ηθοποιοί, έχω την τάση μου προς το θέατρο, αλλά με τα χρόνια έχοντας παίξει διάφορους ρόλους, τόσο στο σινεμά όσο και στην τηλεόραση, μπορώ να πω ότι είμαι σε θέση να απολαύσω την υποκριτική και μπροστά από μια κάμερα και μπροστά από ένα ζωντανό κοινό εξίσου καλά. 

Μετά τις παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη θα έχετε και άλλους σταθμούς ή μήπως καλύτερα να ρωτήσω αν θα έχετε άλλους επαγγελματικούς σκοπούς;

Αν πάνε καλά οι παραστάσεις τώρα στη Θεσσαλονίκη, ίσως παιχτεί το έργο και κάπου αλλού. Ωστόσο, αυτό δεν το γνωρίζω στην παρούσα φάση. Όμως, το σίγουρο είναι πως το καλοκαίρι θα επανέλθουμε με την παράσταση «Mamma Mia» που, επίσης, παίζω!

Συνέντευξη: ΓΙΟΛΑΝΤΑ ΡΕΤΟΥΝΙΩΤΗ

Για περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο: Ο 'ΡΑΦΤΗΣ ΚΥΡΙΩΝ' ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΥΛΑΙΑ