ΕΠΙΚΑΙΡΑ

6/recent/ticker-posts

Κασσάνδρα Δημοπούλου: Είναι σχεδόν “άπιαστη” η τέχνη του λυρικού τραγουδιού



Με αφορμή την οπερέτα "Ο Βαφτιστικός", που παρουσιάζεται αυτές τις ημέρες στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης συναντήσαμε την σκηνοθέτη Κασσάνδρα Δημοπούλου. Στην τόσο ενδιαφέρουσα κουβέντα που είχαμε αποσπάσαμε πληροφορίες για τον ρομαντισμό της, τις επιθυμίες της άλλα και το πόσο ψηλά έχει βάλει τον πήχη της επαγγελματικής της πορείας. Εμείς την ευχαριστούμε θερμά για τη συνέντευξη που μας παραχώρησε και ευχόμαστε καλή επιτυχία σε μία Ελληνίδα, με τόσες φιλοδοξίες για την τέχνη που υπηρετεί.
  
Το φιλοθεάμον κοινό της πόλης αναμένει να παρακολουθήσει μία εξαιρετική παράσταση στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα το έργο παράσταση «Ο Βαφτιστικός» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, στην οποία υπογράφετε τη σκηνοθεσία. Πείτε μας τι θα παρακολουθήσουμε σε αυτή την λατρεμένη οπερέτα;

Καταρχάς θα δείτε κάτι που δεν συμβαίνει συχνά: Έλληνες επαγγελματίες σολίστ του λυρικού θεάτρου αλλά και επαγγελματίες ηθοποιοί, συμπράττουν με μια γενιά νέων καλλιτεχνών, μουσικούς- μαθητές και μαθήτριες του Δημοτικού Ωδείου Κοζάνης- οι οποίοι στελεχώνουν την Συμφωνική Ορχήστρα του ΔΩΚ και καλούνται να παίξουν ένα απαιτητικό (όσο κι αν ακούγεται “εύκολο” στο αφτί) έργο. Η παράσταση είναι μια “οικεία” παράσταση στο κοινό, όντας η πιο δημοφιλής ελληνική οπερέτα. Η μουσική είναι δημοφιλής και αγαπημένη από πολλές γενιές Ελλήνων. Το δικό μας ανέβασμα, το οποίο αυτή είναι κάτω από την επιμέλεια του ως τώρα βοηθού μου, ηθοποιού Αθανάσιου Μαργούτα (ο οποίος κρατάει και τον ομώνυμο ρόλο, αυτόν του “Βαφτιστικού”) είναι ένα “παραδοσιακό” σε ύφος ανέβασμα, όπως άλλωστε και τα περισσότερα έργα που ανεβάζουμε.  Κρατάμε -όσο γίνεται, με τα μέσα που διαθέτουμε- αναλλοίωτη την αισθητική της εποχής, δεν μεταφέρουμε το έργο σε άλλες ιστορικές στιγμές, γιατί το έργο είναι πλέον “κλασικό”, διαχρονικό: τα μηνύματα που περνάει και οι καταστάσεις που διαδραματίζονται, είναι εντελώς “σύγχρονες” κι άρα θα ήταν πλεονασμός να το υπερτονίσουμε. Προσωπικά δεν θέλω να “διδάσκω” τον θεατή “εξηγώντας” του τα παραπάνω, γιατί δε θέλω να νιώσει ότι υποτιμώ το ένστικτο ή την κρίση του. Το κοινό ταυτίζεται με ένα έργο και τους χαρακτήρες αυτόματα, όταν το έργο είναι διαχρονικό, δεν έχει σημασία αν οι πρωταγωνιστές φοράν κορσέδες και καπέλα με φτερά ή σύγχρονα ρούχα. Είναι ωραία άλλωστε να γνωρίζουμε κι άλλα στυλ του παρελθόντος μέσα από την μόδα της κάθε εποχής και την αισθητική της. Μας κάνει να νιώθουμε ότι ταξιδεύουμε στον χρόνο. Αυτό δεν είναι άλλωστε και η μαγεία των παραστατικών τεχνών;


Ο καβγάς στη δεύτερη επέτειο των γάμων της οικογένειας Ζαχαρούλη αποτελεί την αφετηρία της ιστορίας, που διαδραματίζεται στην πόλη της Αθήνας. Ποιο ήταν το κίνητρο της επιλογής σας αλλά και πώς νιώθετε που σκηνοθετείτε μια οπερέτα με άρωμα Ελλάδας;

Η συγκεκριμένη συνεργασία γεννήθηκε κάπως τυχαία και ξεκίνησε εξαιτίας της  ήδη υπάρχουσας επιτυχημένης συνεργασίας μας με τον μαέστρο Χρήστο Κτιστάκη, ο οποίος μας πρότεινε να αναλάβουμε το πρότζεκτ, αρχικά ως πρότζεκτ του ΔΩΚ, με παραστάσεις που φιλοξενήθηκαν και υποστηρίχθηκαν στο και από το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης. Η συνεργασία μας ήταν άψογη και όλοι- και οι συντελεστές και το κοινό της Κοζάνης- μείναμε έκπληκτοι με το αποτέλεσμα, το οποίο ξεπέρασε τις προσδοκίες όλων μας. Ήταν αρχικά η συνεργασία λοιπόν και όχι το έργο, αυτή που μας ενέπνευσε να το παίξουμε ξανά στη Θεσσαλονίκη. Θεώρησα ότι θα ήταν κρίμα αυτά τα νέα παιδιά, αλλά και όσοι συνεργάζονται μαζί τους, να μην έχουν την ευκαιρία να βρεθούν σε έναν τόσο σημαντικό χώρο, όπως το ΜΜΘ, μπροστά σε ένα πιο απαιτητικό ακόμη κοινό και να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους, να πάρουν μια γεύση από το τι τους περιμένει στο μέλλον.  Το έργο με κέρδισε σταδιακά.  Αν και γνώριζα κάποιες από τις τόσο γνωστές μελωδίες του, δεν ήμουν ακριβώς “εξοικειωμένη” με το σενάριό του.  Σκηνοθετώντας το ανακάλυψα την ιδιοφυΐα του Σακελλαρίδη, που με πολύ κομψό και ανάλαφρο τρόπο, “ξεμπροστιάζει” θα έλεγα, την ελληνική κοινωνία, ειδικά της πρωτεύουσάς μας, σε καιρούς “εμπόλεμους”, μεγάλων κοινωνικών και οικονομικών διαταραχών.  Πλέον νιώθω ότι, όσα και να γράψω ή να πω στα ΜΚΔ, ο Σακελλαρίδης τα λέει όλα καλύτερα.  Το τραγούδι είναι το χάδι και οι διάλογοι (και το σενάριο) είναι η σφαλιάρα.  Κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.  Μετά βέβαια από την εμπειρία μου με την όπερα του συνθέτη “Περουζέ” στο Ηρώδειο φέτος το καλοκαίρι, ο Σακελλαρίδης κατέκτησε μια πολύ ψηλή θέση μέσα μου και είμαι πλέον, φανατική της ελληνικής όπερας και οπερέτας.  Μακάρι να μπορέσω να γίνω- και θα το προσπαθήσω- πρέσβειρα αυτής της τόσο σημαντικής κουλτούρας της Ελλάδας και διεθνώς.


Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη, με αξιοθαύμαστες και ζηλευτές σπουδές στο βιολοντσέλο σε Ελλάδα και Γερμανία, δίπλωμα μονωδίας όπως και εξειδίκευση στην όπερα. Σας γεννήθηκε ποτέ η επιθυμία με ένα τόσο «δυνατό» βιογραφικό να μετοικήσετε μόνιμα στο εξωτερικό μιας και σε άλλες χώρες η πορεία του είδους που ακολουθείται είναι σαφώς σε υψηλότερα επίπεδα;

Ήδη έχω ζήσει 15 χρόνια στο εξωτερικό, κυρίως στην Γερμανία, αλλά λίγο στην Ιταλία και στην Αγγλία.  Εκεί σπούδασα και άρχισα την σολιστική καριέρα μου.  Στην Ελλάδα μου δόθηκαν οι πιο σημαντικές ευκαιρίες στην αρχή της πορείας μου και δεν το ξεχνάω ποτέ αυτό,  οι Έλληνες με εμπιστεύτηκαν πολύ σε μια πολύ κρίσιμη και ευάλωτη επαγγελματικά στιγμή- ασχέτως που κάποιοι από αυτούς Επέστρεψα με ένα όραμα, αυτό του να κάνω την τέχνη μου στην Ελλάδα και να δημιουργήσω νέες καταστάσεις για μένα και τους άλλους γύρω μου και, μαζί με τον άνδρα μου τον Φίλιππο, καταφέραμε πράγματα που κανείς άλλος δεν είχε καταφέρει ως τώρα στη Θεσσαλονίκη και σε πολλά επίπεδα, και στην Ελλάδα.  Χαίρομαι πάρα πολύ γι’αυτό και είμαι περήφανη για μας και την δουλειά μας.  Το εξωτερικό υπάρχει ακόμη στην ζωή μου και ποτέ δεν κόπηκε η επαφή με ανθρώπους εκεί.  Σίγουρα ονειρεύτηκα να ζήσω την ζωή jet set και την τεράστια διεθνή καριέρα ως αποκλειστικά σολίστ της όπερας, αλλά δεν είμαι ακριβώς αυτό.  Θα μπορούσα να ζω έτσι, γιατί λατρεύω τις μετακινήσεις, τα ταξίδια, το να συναναστρέφομαι με ανθρώπους, να κάνω την δουλειά που τόσο αγαπώ.  Ο χώρος της όπερας όμως είναι ένας χώρος γεμάτος κρυφές πλευρές, που όταν άρχισα να τις ανακαλύπτω, συνειδητοποίησα ότι δεν μου είναι “αρκετές” και δεν ταιριάζουν με τον χαρακτήρα μου.  Είμαι αυτό που κάνω τώρα, δηλαδή δημιουργός καταστάσεων, πολύ πάνω από το ότι είμαι τραγουδίστρια όπερας και μουσικός.  Δεν μου αρέσει περισσότερο από το να είμαι “απλά” τραγουδίστρια, μου αρέσει λιγότερο, αλλά είναι 100% αυτό που είμαι και άρα, αναπόφευκτο.  Φυσικά και όταν μου τυχαίνουν εργασίες στο εξωτερικό, χαίρομαι πάρα πολύ, χαλαρώνω και το διασκεδάζω, σχεδόν νιώθω σα να είμαι σε διακοπές.

Την παρθενική σας εμφάνιση ως λυρική τραγουδίστρια την συναντάμε στο στο Φεστιβάλ “Mozart Toujours” το 2001. Τι είναι αυτό που πήρατε από το πολυετή ταξίδι σας στον κόσμο της Λυρικής, και τι είναι αυτό που σας ώθησε να την υπηρετείτε με τόση αγάπη;

Κυρίως η δυσκολία της, το γεγονός ότι είναι σχεδόν “άπιαστη” η τέχνη του λυρικού τραγουδιού.  Η όπερα πραγματικά είναι, αν όχι το δυσκολότερο είδος παραστατικής τέχνης, ένα από τα δυσκολότερα.  Όταν το αποτέλεσμα όμως είναι καλό, είναι μια υπέροχη εμπειρία για το κοινό.  Μερικές φορές, για λίγες στιγμές, και για μας.  Αυτό που έμαθα από την τριβή με το είδος, είναι η πραγματική ταπεινότητα, αυτή που κάθε καλλιτέχνης που συνειδητοποιεί ότι δε θα φτάσει ποτέ ούτε καν κοντά στην τελειότητα, βιώνει.  Αυτό αλλάζει τον χαρακτήρα μας, τον αλλοιώνει, τον χαλάει και σε κάποιες περιπτώσεις, τον ξαναφτιάχνει. Επίσης, έμαθα να εργάζομαι πάρα πολύ σκληρά και κάτω από τρομερά δύσκολες καταστάσεις, χωρίς να κάνω πίσω.  Ο κόσμος της όπερα είναι πολύ σκληρότερος από αυτό που ίσως φαντάζεται κανείς.  Είναι χώρος πρωταθλητισμού, με ό,τι συνεπάγεται αυτό.

Στην τόσο ενδιαφέρουσα πορεία σας, σε μεγάλες σκηνές, όπως το θέατρο του Λουξεμβούργου, την όπερα της Στουτγάρδης το Teatro Real της Μαδρίτης κ.α., ποια είναι η σκηνή που θα επιθυμούσατε να ερμηνεύσετε η να σκηνοθετήσετε άλλη μία φορά και γιατί;

Στο Ηρώδειο στην Αθήνα.  Δεν συγκρίνεται με τίποτε από αυτά που έχω βιώσει ως τώρα.  Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να εξηγήσω το “γιατί”, είναι κάτω από την Ακρόπολη.  Αυτό τα λέει όλα!

Αν σας θέταμε το ερώτημα ερμηνεία η σκηνοθεσία σε ποια μεριά θα έγερνε η «ζυγαριά» και ποιος ο λόγος της κλίσης αυτής; 

Δεν ζυγίζω έτσι την ζωή μου.  Η σκηνοθεσία προέκυψε ως ανάγκη τόσο εσωτερική, όσο και πρακτική.  Όσο παραμένει ανάγκη, θα υπάρχει.  Μου έμαθε πάρα πολλά για την τέχνη και την ζωή και κυρίως, για τους ανθρώπους.  Το τραγούδι όμως δεν είναι πια ανάγκη, η σχέση μου μαζί του είναι πλέον, σχέση ζωής. 

Ως γνωστών στην παράσταση «Ο Βαφτιστικός» πρωταγωνιστεί ο σύζυγος σας ο Φίλιππος Μοδινός. Πόσο εύκολο είναι για την σκηνοθέτη μιας παράστασης να σκηνοθετεί τον σύζυγο της;

Δεν σκηνοθετώ τον Φίλιππο, ούτε αυτός εμένα, όταν σκηνοθετεί ο ίδιος, όπως έγινε στην “Τόσκα”. Έχουμε και οι δύο αρκετή εμπειρία πια, ώστε να ξέρουμε τι θέλουμε, ποιοί είμαστε, ποιά είναι τα δυνατά μας “χαρτιά” και ποιές οι αδυναμίες μας. Δίνουμε απλά μια κατεύθυνση και στήνουμε το έργο, τοποθετώντας τους εαυτούς μας μέσα στο πλαίσιο και διορθώνοντας κάτι, πάντα σε σχέση με το σύνολο, ή κάτι τεχνικό.  Στην όπερα η σκηνοθεσία δεν είναι θεατρική, δεν κάνουμε “συνεδρίες” όπου περνάμε από “στάδια”, δεν ψυχαναλυόμαστε, δεν διαβάζουμε κείμενα, δεν “συζητάμε” κι άρα, δεν ερχόμαστε σε δύσκολη θέση σαν ζευγάρι που είμαστε.  Η όπερα έχει άλλους κανόνες σκηνοθεσίας, που αν δεν είσαι έμπειρος σκηνοθέτης αλλά και μουσικός που ασχολείται με το συγκεκριμένο είδος, δεν μπορείς ούτε να κατανοήσεις, ούτε να αγαπήσεις κι άρα, ούτε να σεβαστείς. Κοινώς, κρατάμε “αποστάσεις” και δίνουμε πολύ χώρο ο ένας στον άλλο, με αμοιβαία εκτίμηση και εμπιστοσύνη. Αυτό δεν συμβαίνει βέβαια και το τραγουδιστικό επίπεδο, όπου εκεί εγώ κυρίως, ζητώ πάντα τη γνώμη του.  Είναι “το αφτί” μου.  Και, εννοείται ότι, όταν τραγουδάει τις άριές του, είμαι στο παρασκήνιο κρατώντας την αναπνοή μου, μέχρι να πει τις ψηλές του νότες.  Άλλωστε, για μας τους τραγουδιστές, η φωνή είναι τα πάντα.

Σε παλαιότερη συνέντευξή σας δηλώσατε ότι «πρόλαβα να χαρώ το παιχνίδι έξω στο δρόμο. Η αίσθηση της ελευθερίας και μέσα άλλα και έξω από το σπίτι είναι αυτό που καθόρισε την προσωπικότητα σας». Πιστεύετε ότι τα παιδιά σήμερα, που είναι προσκολλημένα στην τεχνολογία, χωρίς τη χαρά του παιχνιδιού στο δρόμο θα μεγαλώσουν ουσιαστικά στερημένα από αυτές τις χαρές της ηλικιακής τους ξεγνοιασιάς;  

Κάποια στιγμή το πίστευα, τώρα δεν με πολυαπασχολεί.  Θεωρώ ότι κάθε γενιά είναι απλά διαφορετική και δεν με ενδιαφέρει να κάνω σύγκριση.  Νιώθω όμως τυχερή που έζησα αυτό που έζησα, γιατί μου άρεσε όταν το ζούσα.  Τελικά μάλλον ισχύει για όλα τα παιδιά, να τους αρέσει αυτό που βιώνουν.  Δεν ξέρω πώς νιώθουν τα παιδιά που περνάν τόσες ώρες μπροστά από μια οθόνη.  Εγώ δυστυχώς, νιώθω μια κάποια “εξάρτηση” τα τελευταία χρόνια, που δεν την είχα πιο παλιά και το βλέπω να συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους γύρω μου.  Είναι προφανώς, εθιστική η οθόνη του υπολογιστή, ακόμη κι αν δεν είναι απόλυτα ικανοποιητική η αίσθηση.  Αυτό που κάπως με ταράζει, είναι ότι την προτιμούμε πολλές φορές από την επαφή με άλλους κι εφόσον δεν είναι και τόσο ικανοποιητική, με κάνει να σκέφτομαι ότι ίσως οι σχέσεις των ανθρώπων σε πολλές περιπτώσεις, είναι ακόμη λιγότερο ικανοποιητικές από το να κάθεσαι μπροστά σε μια οθόνη.  Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω την ίδια ανάγκη σε όλους τους χώρους.  Υπάρχουν μέρη που δεν με “σπρώχνουν” τόσο μπροστά στην οθόνη.  Εν τέλη, είναι απλά μια διέξοδος κι αυτή, από κάτι που δεν μας αρέσει και τόσο.


Υπήρξατε υποψήφια γυναίκα της χρονιάς στην κατηγορία “Διεθνής Ελληνίδα” Πως νιώσατε που είσαστε σε μία τέτοια λίστα και πόσο σημαντική είναι μία υποψηφιότητα σαν και αυτή για μια γυναικά;

Ήμουν πολύ χαρούμενη με την τιμή που μου έγινε.  Κάθε αναγνώριση είναι ευπρόσδεκτη.

Τέλος αφού σας ευχαριστήσουμε για την τόσο όμορφη συζήτηση και πριν σας ευχηθούμε από καρδιάς καλή επιτυχία, θα θέλαμε να μας αποκαλύψετε τα μελλοντικά σας σχέδια.

Θα συνεχίσω να κάνω ό,τι κάνω, να είμαι δηλαδή καλλιτεχνική διευθύντρια της Εταιρίας μας, Εταιρία Λυρικού Θεάτρου Ελλάδος, με την οποία θα ανεβάσουμε κι άλλες παραστάσεις στην Ελλάδα, αν οι συνθήκες συνεχίσουν να μας ευνοούν.  Έχω κάνει και μια αίτηση για τη θέση καλλιτεχνικού διευθυντή στο Δημοτικό Ωδείο Σερβίων (Κοζάνης), από τα οποία κατάγομαι από την μεριά της μητέρας μου.  Ελπίζω να με τιμήσουν οι φορείς και η επιτροπή και να μπορέσω να συμβάλλω κάπως στην πολιτιστική ανάπτυξη του ιστορικού και μαρτυρικού αυτού τόπου (η αίτησή μου περνάει από έγκριση αυτές τις μέρες, μετά από πολλές “περιπέτειες”). Τα σχέδιά μου είναι, λοιπόν, σε περίπτωση που πάρω αυτή την δουλειά, να ανακτήσω την σχέση μου με την φύση που τόσο μου έχει λείψει στην μεγάλη πόλη.  Επίσης θα ξαναταξιδέψω  στην Γερμανία το καλοκαίρι για μια παραγωγή της όπερας “Αϊντα” στην οποία ερμηνεύω τον ρόλο της Αμνέριδας, που είχα ερμηνεύσει και στο ΜΜΘ πρόσφατα. Σχεδιάζονται και κάποιες κοινές συναυλίες με τον Φίλιππο αλλά και με την συνάδελφό μας Patricia Freres, που πρόσφατα ερμήνευσε τον ρόλο της Mimi στην όπερα “Μποέμ” στο ΜΜΘ, παραγωγή μας που ίσως επαναληφθεί μέσα στο 2019 με εμένα στον πρωταγωνιστικό ρόλο.  Θα ήθελα να γίνει και μια επανάληψη του “Βαφτιστικού”, αν αυτό είναι εφικτό, ή να ανεβάσουμε κάποια άλλα έργα οπερέτας, παράλληλα με αυτά της όπερας. Ελπίζω όλα τα σχέδιά μας να πραγματοποιηθούν και να έχουμε στήριξη από συνεργάτες και φορείς. Σας ευχαριστώ κι εγώ για την συνέντευξη. 

Συνέντευξη: ΑΚΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ

Για περισσότερες πληροφορίες ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο: "Ο Βαφτιστικός" του Θεόφραστου Σακελλαρίδη στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης