ΕΠΙΚΑΙΡΑ

6/recent/ticker-posts

Κωστής Καπελώνης: Οι αλλαγές στην ανθρωπότητα έγιναν πάντα με πολλούς αγώνες και αίμα



«Πόσο λάθος είναι για μια γυναίκα να περιμένει έναν άντρα να φτιάξει τον κόσμο που θέλει, αντί να τον δημιουργήσει μόνη της.» γράφει στα μέσα του 20ου αιώνα η Γαλλίδα συγγραφέας, Αναΐς Νιν. Αρκετά χρόνια αργότερα οι Ντάριο Φο και Φράνκα Ράμε δημιουργούν το θεατρικό έργο «Όλο σπίτι, κρεβάτι κι εκκλησία», βάζοντας κι οι ίδιοι το δικό τους λιθαράκι στον αγώνα για την γυναικεία χειραφέτηση. Σήμερα, η κατ’επίφαση ισότητα των δύο φύλων δίνει το έναυσμα στο Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν» να στείλει το δικό του μήνυμα. Ο Κωστής Καπελώνης, έχοντας διανύσει μια μεγάλη κι επιτυχημένη πορεία στο χώρο του θεάτρου, αναλαμβάνει την σκηνοθετική απόδοση της παράστασης. Ως άνθρωπος χαρακτηρίζεται έντονα ταλαντούχος, ευφυής, με άποψη και πολλές γνώσεις, κάτι που διαφαίνεται από τις δουλειές του, αλλά συγκεκριμένα και από τις απαντήσεις που μας έδωσε σχετικά με την παράσταση...

Σκηνοθετείτε την παράσταση «Όλο σπίτι, κρεβάτι κι εκκλησία», των Ντάριο Φο και Φράνκα Ράμε, τι προσδοκίες έχετε από το εγχείρημα αυτό;

Πάντα οι προσδοκίες, όταν ανεβάζουμε ένα θεατρικό έργο, είναι διπλές. Πρώτα να επικοινωνήσουν οι συνεργάτες-δημιουργοί, για να εκφράσουν θέματα που τους απασχολούν, και μετά η παράσταση να ενδιαφέρει το κοινό που θα την δει και να φύγει από το θέατρο λίγο καλύτερα από ότι όταν ήρθε, ψυχικά και πνευματικά. Το συγκεκριμένο έργο έχει ένα διπλό χαρακτήρα που πρέπει να λειτουργήσει με το κοινό. Είναι μια κωμωδία που κάνει μια έντονη κοινωνική, αλλά και ψυχολογική, κριτική στην παρουσία της γυναίκας στη σύγχρονη δυτική πραγματικότητα. 

Με ποια ιδιαίτερη σκηνοθετική προσέγγιση θα αποδώσετε το «Όλο σπίτι, κρεβάτι κι εκκλησία», δίνοντας το δικό σας στίγμα στην, ομολογουμένως, πολυπαιγμένη παράσταση;

Το κείμενο που έγραψαν ο Ντάριο Φο και η Φράνκα Ράμε, είναι γραμμένο για να παίζεται από μια ηθοποιό, υποδυόμενη όλες τις γυναίκες του έργου. Είναι μια σειρά μονολόγων, που γράφτηκαν σε σειρά ετών και παίζονταν από την ίδια τη Φράνκα Ράμε. Δηλαδή με αφορμή κάποια κοινωνική ανάγκη έγραφαν κι έναν καινούργιο μονόλογο. Εμείς επιλέξαμε τέσσερις μονολόγους και να συνυπάρχουν στη σκηνή οι τέσσερις γυναίκες κι έτσι η παράσταση παίρνει μια άλλη μορφή. Δεν είναι ένα one woman show, αλλά μια παράσταση όπου οι τέσσερις γυναίκες επικοινωνούν και, με κάποιο τρόπο συνεργάζονται, για να τονιστεί, πιστεύουμε, περισσότερο η καθολικότητα του κειμένου. 

Οι κοινωνικές νόρμες της δεκαετίας του ’70 επέβαλαν το στερεότυπο της γυναίκας νοικοκυράς, του καθωσπρεπισμού και της καταπίεσης, τόσο της σεξουαλικότητας όσο και της προσωπικότητας, από την πατριαρχική κοινωνία. Μετά από περίπου 40 χρόνια, θεωρείτε πως παραμένει επίκαιρο, βρίσκοντας ερείσματα στην κοινωνία του 2018;

Δυστυχώς, για την κοινωνία που ζούμε, αυτές οι νόρμες της δεκαετίας του ´70 είναι ακόμη παρούσες, απλώς καλυμμένες από μια επίφαση ισχυροποίησης του αδύναμου φύλου. Βλέπουμε μεν οι γυναίκες να έχουν κατακτήσει θέσεις εξουσίας, αλλά οι σχέσεις που καταγγέλλονται στο έργο δεν είναι μόνο οι σχέσεις καταπίεσης και εξάρτησης που οφείλονται στο  φύλο. Οι σχέσεις καταπιεστή και καταπιεζόμενου εξακολουθούν να είναι σε ισχύ μέσα στην κοινωνία και ιδιαίτερα μέσα στο οικογενειακό ή αισθηματικό περιβάλλον. Εκεί τα πράγματα εξελίσσονται παρά πολύ αργά. Το πρόβλημα στις μέρες μας είναι ακόμη πιο μεγάλο, γιατί ακριβώς πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει και δεν κάνουμε τίποτα για το διορθώσουμε. Στη δεκαετία που γράφτηκε το έργο υπήρχε μια δυναμική κοινωνικής αντίστασης σε αυτές τις συνθήκες, που τώρα έχει ατονήσει ή δε φαίνεται καν στον ορίζοντα. Η ψευδαίσθηση κοινωνικής αντίστασης καλύπτεται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Νομίζουμε ότι βοηθούμε την κοινωνία και αγωνιζόμαστε για τους συνανθρώπους μας, κάνοντας αναρτήσεις στο Facebook, που είναι εντελώς διαφορετικό από τις κοινωνικές διεκδικήσεις του ’60 και του ’70 στους δρόμους και τις πλατείες των δυτικών πρωτευουσών. 

Η παράσταση πραγματεύεται έντονα το ζήτημα της γυναικείας χειραφέτησης. Πώς αντιλαμβάνεται ένας άνδρας τον όρο αυτό; 

Όταν γράφτηκε το έργο, το θέμα της γυναικείας χειραφέτησης ήταν επίκαιρο, λόγω των κινημάτων εκείνης της εποχής. Με τα τότε ζητούμενα φαίνεται ότι η χειραφέτηση έχει μερικώς κατακτηθεί, αφού όλο και περισσότερο βλέπουμε γυναίκες σε διευθυντικές θέσεις οργανισμών ή και κρατών. Όμως μεγάλο μέρος της κοινωνίας είναι χειραγωγούμενο ακόμη, επομένως η χειραφέτηση παραμένει κοινωνικό ή οικογενειακό ζητούμενο. Η σύγχρονη χειραγώγηση δεν είναι στο θέμα του φύλου, αλλά σε μια σειρά κοινωνικές ομάδες, που βρίσκονται στο περιθώριο ή οδηγούνται εκεί, για να είναι ανενόχλητες οι λογής λογής εξουσίες να κάνουν τη δουλειά τους. Δηλαδή η χειραφέτηση είναι πια ζητούμενο μεγάλου μέρους της κοινωνίας κι όχι μόνο των γυναικών. 


Ποιοι πιστεύετε είναι οι βασικοί παράγοντες που παραμερίζουν τη μόρφωση και την εξελικτική πορεία ενός λαού δίνοντας βήμα στα στερεότυπα να διαιωνίζονται, ακόμη και σήμερα, στον δυτικό κόσμο;

Η κατοχή του χρήματος είναι αυτή που έχει την ισχύ και επιδιώκει τη στασιμότητα στα κεκτημένα, αυτών που έχουν την οικονομική εξουσία. Αυτά τα στερεότυπα, που διαιωνίζονται, είναι μια κρυφή καταπίεση, που δεν είναι εύκολο να φανεί και ιδίως το στερεότυπο της υπακοής στην εξουσία, την πολιτική, τη θρησκευτική ή την οικογενειακή, που κρατά δέσμιους τους πολίτες στη ρουτίνα της απλής επιβίωσης και δεν αφήνει να εκφραστεί μια καινούργια επαναστατικότητα που θα μπορούσε να εξελίξει τα πράγματα προς την κατεύθυνση της ατομικής ή κοινωνικής ελευθερίας. 

Δεν πιστεύετε είναι κάπως ανούσιο να κάνουμε λόγο για την καταπίεση που υφίσταται η γυναίκα στη Δύση, όταν, συγχρόνως, η θέση της γυναίκας στα αναπτυσσόμενα κράτη “ουρλιάζει” για βοήθεια και διεθνή παρέμβαση; 

Όπου κι αν πολεμούμε την καταπίεση είναι μια θετική δράση. Βεβαίως υπάρχουν, στα θέματα της γυναίκας, άθλιες συνθήκες σε πολλά αναπτυσσόμενα κράτη, αλλά η παρέμβαση εκεί έχει να αντιμετωπίσει και τις υπάρχουσες τοπικές συνθήκες που δεν είναι καθόλου ανεκτικές  στο να επιτρέψουν οποιαδήποτε δράση. Βέβαια οι παρεμβάσεις του δυτικού κόσμου σε αυτά τα κράτη μέχρι τώρα λειτουργούν ακριβώς στην κατεύθυνση, της διαιώνισης δηλαδή αυτής της κατάστασης, γιατί η ανάπτυξη εκεί δεν συμφέρει τις δυτικές εξουσίες. Με αυτό τον τρόπο φαίνεται ότι επιδιώκουν την εκμετάλλευση αυτών των κρατών με ένα τρόπο καινούργιας αποικιοκρατίας, με τη χρήση του χρήματος ως μέσου εξάρτησης. Η δράση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείο είναι ένα μόνο παράδειγμα αυτής της δυτικής λειτουργίας στον αναπτυσσόμενο κόσμο. 

Κατά τη γνώμη σας, όλες οι καλλιτεχνικές προσπάθειες ανάδειξης θεμάτων ταμπού (π.χ.σεξουαλικότητα, βιασμός, ευπαθείς κοινωνικές ομάδες κ.α.) έχουν τελικά κάποιον αντίκτυπο στην κοινωνία; Πετυχαίνουν άμεσα ή έμμεσα το σκοπό τους;

Η Τέχνη δυστυχώς δεν έχει τη δύναμη να ανατρέψει άμεσα όλα αυτά τα κακά, που έχουν συσσωρευτεί στις πολιτισμένες κοινωνίες. Αυτό που μπορεί και έχει υποχρέωση, εκ του ρόλου της να κάνει, είναι να τα καταδεικνύει, να καταγγέλλει, να φωνάζει γι αυτά, ακριβώς για να μην υπάρχει εφησυχασμός. Πρέπει τα θέματα αυτά  να βρίσκονται επιτακτικά στην επικαιρότητα και ίσως έτσι να δημιουργηθεί μια κρίσιμη μάζα αντίστασης, από μέλη της κοινωνίας που ευαισθητοποιούνται και θα ανοίξουν το δρόμο για τις ποθούμενες αλλαγές. Οι αλλαγές στην ανθρωπότητα έγιναν πάντα με πολλούς αγώνες και αίμα. Η Τέχνη είναι ευτυχώς αναίμακτη και γι’ αυτό αδύναμη να κάνει άμεσα τις ανατροπές. 

Έχοντας υπηρετήσει τόσο την υποκριτική, όσο και την σκηνοθεσία, ποιος από τους δύο ρόλους εκτιμάτε πως φέρει μεγαλύτερη ευθύνη για την επιτυχία ή αποτυχία ενός έργου; 

Συνήθως, η σκηνοθεσία είναι αυτή που καθορίζει και πολλές φορές επιβάλει τους κανόνες του θεατρικού παιχνιδιού. Επομένως, έχει μεγαλύτερη βαρύτητα στην επιτυχία ή την αποτυχία. Προσωπικά, όμως, επιλέγω να θεωρώ τη σκηνοθεσία υπεύθυνη στην αποτυχία και την υποκριτική υπεύθυνη στην επιτυχία. Η επιτυχία νομίζω είναι περισσότερο συλλογική από την αποτυχία. 

Εσάς ποια από τις δύο οπτικές του θεάτρου (υποκριτική -σκηνοθεσία) θεωρείτε πως σας δίνει το έναυσμα για περισσότερη καλλιτεχνική δημιουργία και προσωπική εξέλιξη;

Οπωσδήποτε η σκηνοθεσία έχει περισσότερες απαιτήσεις μελέτης και ευρύτητα ενασχόλησης με το αντικείμενο. Στη σκηνοθεσία δεν επιτρέπεται να είσαι αδιάβαστος κι ακόμη πρέπει να έχεις την ικανότητα οργάνωσης όλου του υλικού μιας παράστασης, από τη διδασκαλία της υποκριτικής μέχρι τη λεπτομέρεια μιας δαντέλας στο κομπινεζόν μιας ηθοποιού. Ακόμη, ο σκηνοθέτης έχει  μεγαλύτερη ελευθερία από ότι ο ηθοποιός στο να φαντάζεται και να προτείνει. Έχει όμως και μεγαλύτερη ευθύνη. Επειδή εγώ από πολύ νωρίς, παράλληλα με την υποκριτική, δούλευα σε πολλούς τομείς μιας παράστασης, ως βοηθός σκηνοθέτη, δάσκαλος στη σχολή ή σχεδιαστής φωτισμών κλπ,  έχω τη δυνατότητα στη σκηνοθεσία να εφαρμόσω ότι έχει κατακτήσει η εμπειρία από τα χρόνια που πέρασαν. Αυτή η εμπειρία μου δίνει ταχύτητα σκέψης και ευρύτητα επιλογών. 

Με την πορεία σας όλα αυτά τα χρόνια έχετε δώσει την εντύπωση ενός δραστήριου και πολυτάλαντου ανθρώπου. Οπότε τι άλλο να περιμένουμε από εσάς, πέρα από την παράσταση «Όλο σπίτι, κρεβάτι κι εκκλησία»;

Ναι, πιθανόν να δίνω αυτή την εντύπωση, αλλά νομίζω ότι δεν ισχύει ακριβώς έτσι. Απλώς ακολουθώ τις ανάγκες της δικές μου ή του περιβάλλοντός μου, που με υποχρεώνουν ακόμη, αφού σωματικά και πνευματικά αντέχω, να είμαι σε εγρήγορση και συνεχή αναζήτηση. Η πολυετής σύνδεση με το Θέατρο Τέχνης υπαγορεύει ανάγκες σύμφωνα με το παρελθόν αυτού του θεάτρου, που ήταν η ανιδιοτελής αφοσίωση στο θέατρο, με όλες μας τις δυνάμεις και από όλους μαζί. Έτσι συνήθως καλούμαι να εργαστώ πάνω σε συλλογικές ανάγκες και ιδέες και όχι μόνο σε προσωπικές επιλογές. Και όταν οι άλλοι σε έχουν ανάγκη ή σε χρειάζονται γίνεσαι πολυπράγμων και πολυτάλαντος.